Ήταν 4 Απριλίου του 1968 και σε ένα κατάμεστο, από 80.000 θεατές, Καλλιμάρμαρο, η ΑΕΚ των Αμερικάνου, Τρόντζου και των υπόλοιπων παιδιών αναδείχθηκε Κυπελλούχος Ευρώπης. Βασικός πλέι μέικερ της Ένωσης ήταν ο Χρήστος Ζούπας. Εκείνο το βράδυ, ο βραχύσωμος γκαρντ, που εκτός των άλλων είναι 52 φορές διεθνής με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα και έχει αγωνιστεί δύο φορές στη Μικτή Ευρώπης, άλλαξε, χωρίς να το γνωρίζει, την αθλητική μοίρα ενός ολόκληρου λαού.

Όμως, ο παλαίμαχος αστέρας του ελληνικού αθλητισμού είναι κάτι περισσότερο από ένας πρώην εξαιρετικός μπασκετμπολίστας. Από 13 ετών ήθελε να γίνει γιατρός, καθώς ένιωθε μία εσωτερική ανάγκη να προσφέρει στους συνανθρώπους του. Σήμερα είναι ένας από τους πιο λαμπρούς επιστήμονες, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Χαμογελαστός και ευγενικός, ο κύριος Ζούπας μας μίλησε για τα πρώτα βήματά του στο χώρο του μπάσκετ, τη σύντομη ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο, εξέφρασε το θαυμασμό του για τους «αιώνιους», αποκάλυψε πως σταμάτησε το μπάσκετ για χάρη του Παναγιώτη Γιαννάκη και υποστήριξε ότι η ΑΕΚ θα επιστρέψει στην κορυφή μόνο μέσα από τη σκληρή δουλειά.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 ασχολούταν με το ποδόσφαιρο. Εσείς πώς αποφασίσατε να καταπιαστείτε με το μπάσκετ;
Στην εποχή μας η Αθήνα αποτελούταν από αλάνες και φτωχογειτονιές. Τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 ήταν πλημμυρισμένη από αλάνες. Όλοι είχαμε μία μπάλα και παίζαμε ποδόσφαιρο. Σε εμένα έτυχε δίπλα στο σπίτι μου, σε απόσταση 50 μέτρων, να είναι ο τοίχος του γηπέδου του Αμύντα. Ήταν ένα από τα ελάχιστα γήπεδα που υπήρχαν τότε στην Αθήνα. Το είχε φτιάξει ο Ερυθρός Σταυρός και είχε δύο ξύλινα καλάθια. Οπότε, όταν τελειώναμε το ποδόσφαιρο πηδάγαμε τη μάντρα και μπαίναμε μέσα στο γήπεδο και ρίχναμε τις καλαθιές μας. Και κάπως έτσι ξεκινάς από μικρό παιδί να πετάς τη μπάλα στο καλάθι και καταλαβαίνεις ότι έχεις την ικανότητα να γίνεις πάρα πολύ καλός.

Και θα σου πω κάτι που ελάχιστοι το ξέρουν. Επειδή ήμουν πολύ καλός και στο ποδόσφαιρο, πήγαν να με γράψουν στα τσικό του Παναθηναϊκού. Σε ένα αγώνα κόντρα στη Δόξα Υμηττού, έχασα ένα γκολ που και να προσπαθήσει κάποιος δε γίνεται να το χάσει. Έστειλα τη μπάλα άουτ. Τότε είπα ότι δε θα ασχοληθώ ποτέ ξανά με το ποδόσφαιρο. Και έπεσα με τα μούτρα στο μπάσκετ. Πρέπει να ήμουν 10-12 χρονών. Ήταν ένα «σημάδι» που με έστρεψε αποκλειστικά στο μπάσκετ. Έγινα «αυτοκόλλητος» με την πορτοκαλί μπάλα. Γύριζα από το σχολείο, πέταγα την τσάντα στο σπίτι από το παράθυρο και έτρεχα κατευθείαν μέσα στο γήπεδο και έπαιζα με τις ώρες.

Ξεκινήσατε την καριέρας σας από τον Αμύντα και το 1962 μεταπηδήσατε στην ΑΕΚ. Την ίδια χρονιά περάσατε και στην ιατρική σχολή Αθηνών. Πώς συνδυάσατε τις σπουδές σας με τις προπονήσεις;

Κατ’ αρχάς, για να εγγραφώ στον Αμύντα το 1954, επειδή τότε δεν επιτρεπόταν στα μικρά παιδιά να βγάλουν δελτίο, με δήλωσαν δύο χρόνια μεγαλύτερο. Ήμουν 10 χρονών και με κάνανε 12. Έτσι έβγαλα δελτίο. Αγωνιζόμουν στο παιδικό. Έπαιξα στην ομάδα από το 1956 μέχρι το 1962. Τότε είχε αρχίσει να δημιουργείται στον Αμύντα μία περίεργη κατάσταση. Ενώ ήμασταν μία οικογένεια, η οποία μέσα σε τρία χρόνια πήρε όλα τα πρωταθλήματα και ανέβηκε στην Α’ Εθνική, μπήκαν στη μέση άνθρωποι που ήταν άσχετοι με τον αθλητισμό, για να εκμεταλλευτούν την επιτυχία της ομάδας.

Εγώ μόλις είδα ότι είχαν μπει μέσα στην ομάδα άτομα που δεν είχαν καμία σχέση με το αντικείμενο, έφυγα και υπέγραψα κρυφά στην ΑΕΚ. Ο Πανταζόπουλος, με τον οποίο βγήκαμε 4οι στην Ευρώπη το 1966, με κάλεσε ένα μεσημέρι σε ένα εστιατόριο και με έπεισε, με την υπόσχεση πως θα μου έδιναν και κάποια χρήματα, τα οποία δεν πήρα ποτέ.

Μόλις ανακοινώθηκε η μετακίνησή μου στην ΑΕΚ έγινε πάταγος. Τιμωρήθηκα όμως για αυτή μου την απόφαση. Όταν έκανες τέτοιου είδους μεταγραφή δε μπορούσες να παίξεις αμέσως. Είχες ένα χρόνο τιμωρία. Μπορούσα να αγωνιστώ μόνο στα παιχνίδια του εξωτερικού. Περίμενα μέχρι το 1963 για να παίξω στο πρωτάθλημα.

Όσον αφορά τις σπουδές και το μπάσκετ, δεν ήταν δύσκολο να τα συνδυάσεις. Κάναμε προπόνηση μόνο το βράδυ. Ήταν βέβαια λίγο πιεσμένο το πρόγραμμα, αλλά ήταν ευχάριστο και το λάτρευα.

Ποιους παίκτες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, θαυμάζατε για την αγωνιστική τους αξία; Είναι πάρα πολλοί. Ο Μπράντλεϊ (Bill Bradley) ήταν ο καλύτερος Αμερικανός εκείνης της εποχής και μελλοντικός υποψήφιος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Έπαιζε στο Μιλάνο. Βέβαια οι κορυφαίοι ήταν οι Γιουγκοσλάβοι. Παίκτες όπως ο Κόρατς και ο Ραΐκοβιτς. Ο αγαπημένος μου όμως ήταν ο Ντανέου. Δε θα ξεχάσω ποτέ ότι πήγαινε στις γωνίες, πίσω από το σημερινή γραμμή του τριπόντου, και σκόραρε με ραβέρσα(!). Ήταν παγκόσμια πρωτοτυπία.

Σκόραρε από τις γωνίες του γηπέδου με ραβέρσα. Επίσης, όταν το 1966 με κάλεσαν στη Μικτή Ευρώπης, μας έφεραν μία ομάδα εφήβων Γιουγκοσλάβων για να προπονηθούμε. Και είχαν ένα παιδί με ύψος κοντά στα 2.10 που μας «έβαλε στα καλάθια». Ήταν ο Τσόσιτς. Δε μπορούσες να πλησιάσεις το καλάθι. Είχε απίστευτη τεχνική και ήταν γρήγορος. Τότε είπαμε ότι θα γίνει ο μεγαλύτερος center στην Ευρώπη. Γενικά όμως οι Γιουγκοσλάβοι ήταν τρομεροί.

Ποια ομάδα, κατά την άποψή σας, σας δυσκόλεψε περισσότερο το 1968, στη μυθική πορεία της ΑΕΚ μέχρι την αναμέτρηση με τη Σλάβια Πράγας στο Καλλιμάρμαρο;
Ο πιο δύσκολος αντίπαλος ήταν η Ρουαγιάλ (Royal IV SCA). Κερδίσαμε την πρώτη αναμέτρηση στην έδρα μας και στον επαναληπτικό, αντί να παίξουμε σε κανονικό γήπεδο, ο αγώνας έγινε σε ένα εκθεσιακό χώρο, ο οποίος ήταν ειδικά διαμορφωμένος.
Το παιχνίδι ήταν πολύ σκληρό. Έπαιξαν δυνατή άμυνα, στα όρια του ξύλου, ενώ είχαν και ένα παίκτη, τον Ουάσινγκτον, τον οποίο δε μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε. Πατούσε στη γραμμή του φάουλ και κάρφωνε. Εμένα μου άλλαξαν τα φώτα στο βρισίδι. Μας αποδιοργάνωσαν. Ο Βασιλειάδης όμως στο τέλος ευστόχησε σε δύο βολές και πήραμε την πρόκριση.

Σας λυπεί το γεγονός ότι το έπος του 1968 δεν έχει πλέον την ίδια αίγλη με το αντίστοιχο της Εθνικής Ελλάδος του 1987;
Καθόλου. Εμείς δεν είχαμε στο μυαλό μας πως αυτό που καταφέραμε θα ήταν η μοναδική επιτυχία για το ελληνικό μπάσκετ. Απλώς έτυχε αυτή η ομάδα να ανοίξει ένα καινούριο δρόμο στο αθλητικό γίγνεσθαι της εποχής εκείνης. Και αν λάβουμε υπόψη μας ότι ξεκινήσαμε τη σεζόν 1962-1963 και κατακτήσαμε το τρόπαιο το 1968, σε μια εποχή που η Ελλάδα ήταν υπό το καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών και δεν είχε να επιδείξει τίποτα, τότε θα συνειδητοποιήσουμε ότι η ΑΕΚ αποτέλεσε ένα στοιχείο προβολής του ελληνικού αθλητισμού στο εξωτερικό.

Κατηγορήθηκε ποτέ η ΑΕΚ, όπως έχει συμβεί άλλωστε με τον Παναθηναϊκό για το Γουέμπλεϊ, ότι κατέκτησε το Κύπελλο Ευρώπης χάρη στη βοήθεια των δικτατόρων;
Ποτέ. Αυτό που έλεγαν οι κακοθελητές ήταν πως η ΑΕΚ πλήρωσε για να πάρει το κύπελλο. Η αλήθεια όμως είναι ότι την εποχή εκείνη έπρεπε και εμείς και η Σλάβια Πράγας να πάμε στη ΦΙΜΠΑ πριν από τον τελικό, να ρίξουμε κορώνα γράμματα και να βγει ο νικητής. Δεν έγινε κάτι τέτοιο. Δεν ήταν καθορισμένος από τη ΦΙΜΠΑ ο τελικός. Αυτό που έκανε η ΑΕΚ ήταν να προσφέρει στη Σλάβια τις εισπράξεις ενός αγώνα, σε περίπτωση που διεξαγόταν στο γήπεδό της, και τους υποσχεθήκαμε μία εβδομάδα φιλοξενία στην Αθήνα, με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Το αποτέλεσμα του τελικού δεν ήταν προαποφασισμένο. Ήμασταν καλύτεροι και κερδίσαμε δίκαια. Ο αγώνας ήταν καθαρός 100%. Στο τέλος, αγκαλιαστήκαμε με τους παίκτες της Σλάβια Πράγας και κάναμε μαζί το γύρο του θριάμβου.

Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του αθλητισμού και του μπάσκετ περιστρέφεται γύρω από τη διαιτησία. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη διαιτησία όταν αγωνιζόσασταν;

Υπήρχε πίεση προς τους διαιτητές. Ειδικά την περίοδο της χούντας ήταν απίστευτη η πίεση που δεχόντουσαν. Ήταν φοβερό. Αυτά ήταν σημεία των καιρών. Η διαφορά ανάμεσα στο τότε και το τώρα είναι ότι εκείνη την περίοδο δε δημοσιοποιούνταν τόσο πολύ. Υπήρχε έντονο παρασκήνιο. Η αλήθεια είναι ότι ο καθένας προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί και την παραμικρή λεπτομέρεια για να επηρεάσει διαιτητές και καταστάσεις.

Πώς κρίνετε την κόντρα ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό τα τελευταία χρόνια;
Αρχικά, πρέπει να αναγνωρίσουμε την προσφορά των οικογενειών Αγγελόπουλου και Γιαννακόπουλου στον ελληνικό αθλητισμό και το μπάσκετ. Ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός είναι από τις κορυφαίες ομάδες στην Ευρώπη, κάτι που αποδεικνύεται και από την εντυπωσιακή πορεία τους. Εντούτοις, δεν κατάφεραν να βρουν μεταξύ τους μία στοιχειώδη ισορροπία για να μη φτάνουν σε ακρότητες. Αυτή η κόντρα δε βοηθάει κανέναν.

Σκεφθήκατε ποτέ να ασχοληθείτε με την προπονητική;
Ουδέποτε σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γίνω προπονητής. Ούτε ήθελα να ασχοληθώ. Έχω ένα καλό ελάττωμα. Όταν ασχολούμαι με κάτι, δίνομαι ολοκληρωτικά. Από τη στιγμή που έφυγα από το μπάσκετ δεν έχω ξαναπιάσει μπάλα στα χέρια μου. Όταν έχεις δώσει για 18 χρόνια την ψυχή σου σε κάτι που αγαπάς, δε μετανιώνεις για τίποτα. Απλά μετά επέρχεται ο κορεσμός. Ο πρώτος χρόνος μετά την απόσυρσή μου ήταν πολύ δύσκολος. Όταν όμως έχεις να ασχοληθείς με ένα άλλο αντικείμενο, όπως είναι η ιατρική, δε σου απομένει χρόνος για να κάνεις κάτι άλλο. Έτσι, απομακρύνθηκα σιωπηλά σε ηλικία 28 χρονών.

Υπάρχει κάποιος Έλληνας παίκτης, είτε εν ενεργεία είτε παλαίμαχος, που πιστεύετε ότι είναι ο διάδοχός σας;

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Για αυτό το λόγο έφυγα νωρίς από το μπάσκετ. Όταν μου είπε ο αδερφός μου «Χρήστο, ένας παικταράς από τη Νίκαια αρχίζει και αναδεικνύεται και θα είναι ο αντικαταστάτης σου», κατάλαβα ότι είχε έρθει ο καιρός να φύγω. Από εκείνη τη στιγμή και μετά παρακολουθούσα συνέχεια τον Παναγιώτη. Ήταν κάτι παραπάνω από διάδοχός μου. Ήταν από τους λίγους άξιους Έλληνες μπασκετμπολίστες. Ήταν ο άνθρωπος που με έκανε να εγκαταλείψω το μπάσκετ μία ώρα αρχύτερα.

Το 2012 η ΑΕΚ υποβιβάστηκε στη Β’ Εθνική λόγω οικονομικών προβλημάτων. Σας έγινε ποτέ πρόταση να ασχοληθείτε με την ομάδα και να βοηθήσετε στην προσπάθεια επιστροφής στην Α1;
Δε μου αρέσει να μιλάω για αυτά τα πράγματα. Στενοχωριέμαι. Έχω βοηθήσει και το ποδοσφαιρικό και το μπασκετικό τμήμα. Το ζήτημα είναι ότι όλοι όσοι ασχολήθηκαν με την ΑΕΚ τους ενδιέφερε να πάρουν από την ομάδα. Όχι να δώσουν. Υπάρχει ένας απίστευτος παραλογισμός σε αυτό το χώρο. Όλοι προσπαθούν να αρπάξουν ό,τι μπορούν. Για να βρεθεί η ΑΕΚ ξανά στην κορυφή χρειάζεται σοβαρότητα, συνέπεια και ασταμάτητη δουλειά.

Σχετικά άρθρα