Η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας του πάγκου της Εθνικής από τον Θανάση Σκουρτόπουλο, αντιμετωπίστηκε με αρκετά πικρόχολα σχόλια, όχι τόσο ως προς το πρόσωπο του προπονητή όσο ως προς την ηγεσία της ομοσπονδίας.
Κυρίως, γιατί ο Κώστας Μίσσας παραμένει ως τεχνικός διευθυντής. Για κάποιο λόγο ο κόουτς Μίσσας έχει δεχθεί όλα τα βέλη για την 8η θέση που κατέλαβε η «επίσημη αγαπημένη» στο πρόσφατο ευρωμπάσκετ.
Έτσι, βλέποντας οι πολλοί το Νο1 να γίνεται Νο2 και το Νο2 να γίνεται Νο 1, σκέφτηκαν την παροιμία «άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».
Είναι όμως έτσι; Η ανάληψη της θέσης του πρώτου προπονητή από τον Σκουρτόπουλο δεν προοιωνίζει αλλαγές στη σύνθεση, στο ρόστερ, στη φιλοσοφία;
Απαντώντας σε αυτά τα ερωτήματα, θα ξεκινήσω από αυτά που πιστεύω για τον νέο κόουτς της Εθνικής.
Ο Θανάσης Σκουρτόπουλος είναι ένας κανονικός προπονητής με εμπειρία, που έχει ήδη δύο τουρνουά στον πάγκο της Εθνικής ως βοηθός. Εξυπηρετεί δε και την ΕΟΚ το ότι δεν είναι προπονητής ενός εκ των δύο «αιωνίων αντιπάλων», οπότε αποφεύγει τα όσα τράβηξε με τον Γιαννάκη στη τελευταία του χρονιά στον πάγκο της Εθνικής, όταν ήταν ταυτόχρονα και κόουτς του Ολυμπιακού.
Ο ομοσπονδιακός προπονητής δίνει ευκαιρίες στα νέα παιδιά και , έτσι, θεωρώ δεδομένο ότι θα προχωρήσει σε ανανέωση στο ρόστερ της Εθνικής. Δε θα μου κάνει έκπληξη αν στην επόμενή του κλήση δούμε ένα ρόστερ από ‘90άρηδες και πάνω που θα βασίζεται στην προικισμένη γενιά του ’94.
Το μπάσκετ που πιθανά θα παίξει η Εθνική; Η λογική λέει πως το ματς με τη Λιθουανία στο πρόσφατο Ευρωμπάσκετ θα είναι ο οδηγός. Δηλαδή, διάβασμα του αντιπάλου, σωστή επιλογή των mismatches, πίεση στην άμυνα. Στην επίθεση, ο Θανάσης Σκουρτόπουλος έχει δείξει ότι του αρέσει και το παιχνίδι με τους ψηλούς αλλά δίνει και την ελευθερία του σουτ και της πρωτοβουλίας στους παίκτες στην περιφέρεια.
Ο ίδιος είναι θιασώτης της Σέρβικης προπονητικής σχολής.
Ο κόουτς της Εθνικής έχει μιλήσει για το μπάσκετ που θέλει να παίζουν οι ομάδες του.
Ας δούμε ποια είναι η φιλοσοφία του για το μπάσκετ, τι μπάσκετ του αρέσει να παίζουν οι ομάδες του και τι επιρροές έχει στο κοουτσάρισμά του.
Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα από συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει ο Θανάσης Σκουρτόπουλος το 2011, όταν ήταν κόουτς στον Πανελλήνιο.
«Ο Πανελλήνιος με τον Ηλία Ζούρο στον πάγκο αλλά και με αρκετά διαφορετικό roster από το φετινό, έπαιζε άλλο στυλ μπάσκετ από το φετινό. Εσένα ποιο στυλ μπάσκετ σ’ αρέσει να παίζει η ομάδα που προπονείς και τι μπάσκετ παρακολουθείς όποτε μπορείς;
Μου αρέσει πάρα πολύ η πιεστική άμυνα σε όλο το γήπεδο και από αυτή την άμυνα να προέλθει επίθεση αιφνιδιασμού, επιθετικό transition, πάντα οργανωμένο, που να δίνει στους παίκτες κάποιες επιλογές. Να φαίνεται ότι είναι αυθόρμητο μέσα στο γήπεδο αλλά να έχει δουλευτεί στις προπονήσεις.
Σαν δεύτερη επιλογή πάμε σε μικρές οργανωμένες επιθέσεις, τα “γρήγορα play” κάτω των 15 δευτερολέπτων, για να μπορέσουμε να χτυπήσουμε τον αντίπαλο και διαφορετικά.
Αυτά όμως προϋποθέτουν πολύ δουλειά και χρόνο στις προπονήσεις αλλά και το υλικό που είχα φέτος στα χέρια μου δεν είχε τις δυνατότητες να παίξει τέτοιες άμυνες.
Τα παιδιά ήταν καλύτερα σε άλλο στυλ μπάσκετ. Έτσι προτιμήσαμε να πάμε σε πιο αργές επιθέσεις, set basket, πέντε εναντίων πέντε και άμυνες μισού γηπέδου, πιο προσωπικές και λιγότερο συνδυασμένες.
Τώρα για το τι παρακολουθώ, θα έλεγα Euroleague. Στρατηγική προπονητών εκεί θα δεις. Στο κολεγιακό πάλι υπάρχει αλλά εξαρτάται. Θα πρέπει να αλλάξει εκεί, ο χρόνος της επίθεσης. Εκεί πολλά κολλέγια προετοιμάζουν παίκτες για το NBA, από το οποίο, τα play offs έχουν ενδιαφέρον.
Να υποθέσω ότι θαυμάζεις, κατά κάποιο τρόπο αυτούς τους προπονητές ή ακόμα και κάποιους άλλους;
Δεν μπορούμε να μην αναγνωρίζουμε ανθρώπους που έχουν προσφέρει στο άθλημα, έχουν δημιουργήσει “σχολές”.
Εγώ δεν κρύβω ότι ένα προπονητής που με έχει επηρεάσει είναι ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς. Τόσα χρόνια στην Ελλάδα, έχει παρουσιάσει καινοτομίες, δούλεψε πρώτος τα pick n’ roll, συνδυασμένες άμυνες, ειδικές καταστάσεις, πάρα πολλά.
Ο κύριος Ίβκοβιτς από την άλλη, που δούλεψα μαζί του στην ΑΕΚ, έχει μια τεράστια προσφορά. Πέρα από το τεχνικό μπασκετικό κομμάτι, είναι ένας άνθρωπος που σου δίνει κατευθύνσεις για όλα. Για το πώς στήνεται η ομάδα, για το τι υπάρχει στην αγορά και πολλά άλλα.
Ο Σάκοτα. Άλλο στυλ προπονητή αυτός. Μας έδωσε ελευθερίες μέσα στην ομάδα. Τόσο εμένα, όσο και του Φώτη του Κατσικάρη. Πάντα ήταν ανοικτός να του ζητήσεις και να συζητήσεις το οτιδήποτε. Μας βοήθησε πάρα πολύ.
Στο εξωτερικό πάλι, δε μπορείς να πεις ότι δεν έχεις παρακολουθήσει τον Μεσσίνα. Το αγωνιστικό του πλάνο, το πώς τα εφαρμόζει μέσα στο γήπεδο. Το πώς τα απαιτεί από τους παίκτες του. Είναι πολύ απαιτητικός προπονητής.
Ο Μπλατ ήρθε βιαστικά στην Ελλάδα και σε λάθος συνθήκες. Δε πρέπει να κρίνεται από το πέρασμά του από τον Άρη μεσούσης της περιόδου. Με τις κατάλληλες συνθήκες θα μπορούσαμε να δούμε και στον Άρη μια εξαιρετική επιθετική φιλοσοφία. Αλλά και στην άμυνα, ο συνδυασμός ζώνης μαν του μαν, που μαρκάρει κυρίως χώρο είναι επινόηση του Μπλατ. Βλέπουμε πόσοι έχουν ακολουθήσει σήμερα το παράδειγμά του.
Συχνά ακούμε να λέγεται, πως πρέπει να αφήνουν έναν προπονητή να ολοκληρώνει το έργο του. Να έχει όσο χρόνο χρειάζεται για να παρουσιάσει στη πράξη το πρόγραμμά του.
Να μη κριθεί από το πρώτο άτυχο αποτέλεσμα και να του δοθεί όση οικονομική, χρονική και διοικητική πίστωση, χρειαστεί».
Νομίζω ότι αυτά τα δύο αποσπάσματα είναι αρκετά χαρακτηριστικά της μπασκετικής φιλοσοφίας του Θανάση Σκουρτόπουλου.
Εν κατακλείδι…
Βέβαια, εδώ θα πρέπει να τονιστεί και το εξής: Κάθε προπονητής της Εθνικής ομάδας έχει να διαλέξει από ένα συγκεκριμένο group παικτών, σε αντίθεση με τον προπονητή συλλόγου, που μπορεί (θεωρητικά) να διαλέξει από όλους τους παίκτες του κόσμου ποιοι του ταιριάζουν για την ομάδα που προπονεί.
Αυτό απλά σημαίνει ότι μπορεί το στυλ μπάσκετ που αρέσει στον κάθε κόουτς να είναι ανέφικτο με το υπάρχον υλικό. Έτσι, ο προπονητής πρέπει να προσαρμόζει τη φιλοσοφία του στις δυνατότητες των παικτών του και , μέσα από τις προπονήσεις, να φέρει πιο κοντά στα πιστεύω του τους παίκτες.
Επομένως, η λογική λέει ότι επί Σκουρτόπουλου, πάλι στην άμυνα θα βασιστεί το μπάσκετ της «επίσης αγαπημένης», με κυνήγι των mismatches και, ανάλογα με το ταλέντο που θα υπάρχει στο ρόστερ, από γρήγορο έως set παιχνίδι.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω αυτό που έχω ως αρχή. Ποτέ δε κρίνω εκ των προτέρων. Ως εκ τούτου λοιπόν, δεν ισχυρίζομαι ότι με τον κόουτς Σκουρτόπουλο η Εθνική μας θα κατακτήσει το Mundobasket. Δεν θα ήθελα όμως να προδικάσω αποτυχίες ή ακόμα και επιτυχίες. Ας αφήσουμε τον κόουτς να κάνει τη δουλειά του και… εδώ είμαστε να τον «σταυρώσουμε» ή να τον «θεοποιήσουμε», αφού όμως πρώτα δούμε την Εθνική επί των ημερών του.