Πριν από την έναρξη κάθε “μονού” ακολουθούσε ο εξής διάλογος μεταξύ των δύο αντιπάλων ή των εκπροσώπων των δύο αντίπαλων ομάδων για να αποφασιστεί ποιος θα έπαιρνε την μπάλα:

-Πρότεινε.

-Από εδώ (και ο παίκτης πήγαινε π.χ. στην βολή κρατώντας την μπάλα). Το χεις;

-Ναι. “Μπει μπει” ή “μπει δεν μπει”;

Κατά 95% διάλεγε “μπει δεν μπει”, σούταρε και ξεκινούσε το παιχνίδι.

“Μπει μπει”: Δύο παίκτες σούταραν από το ίδιο σημείο μέχρι να το έβαζε μόνο ο ένας από τους δύο. Τότε αυτός θα είχε την μπάλα στην πρώτη φάση του παιχνιδιού. Το “μπει μπει” επιλεγόταν πολύ σπάνια, γιατί ήταν χρονοβόρο, αφού μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον όσο ευστοχούσαν ή αστοχούσαν και οι δύο παίκτες.

“Μπει δεν μπει”: Εδώ τα πράγματα ήταν πιο γρήγορα και πιο απλά. Μετά από συνεννόηση των δύο αντιπάλων σούταρε μόνο ο ένας. Αν έβαζε το σουτ, έπαιρνε την μπάλα, ενώ αν το έχανε την έπαιρναν οι αντίπαλοι.

“Ασάλιωτο/ Άγγιχτο/Χλατς/Χλατσί/Χλάτσα/Χλατσαριστό”: Το σουτ που έμπαινε στο καλάθι χωρίς να ακουμπήσει καθόλου στο ταμπλό ή στο στεφάνι. Το “χλατς” ήταν ο ήχος που θεωρητικά έκανε η μπάλα ακουμπώντας μόνο το διχτάκι.

“Σε έβγαλα παρθένα/Παρθενιά”: Τη συγκεκριμένη φράση την χρησιμοποιούσε ο νικητής του μονού και σήμαινε ότι κέρδισε χωρίς να αφήσει τον αντίπαλο του να πετύχει ούτε ένα πόντο.

“Τούβλο”: Σουτ με περισσότερη δύναμη από αυτή που χρειαζόταν, με αποτέλεσμα να βρίσκει συνήθως μόνο το ταμπλό.

“Πατάει γραμμή”: Αγαπημένη φράση και αιτία ξεκινήματος πολλών καβγάδων για το κατά πόσο κάποιος παίκτης που είχε την μπάλα πατούσε γραμμή.

“Καρούμπαλο”: Έτσι ονομάζαμε τα εξογκώματα που έβγαζε μια μπάλα μπάσκετ μετά από κακή χρήση και έμοιαζαν με καρούμπαλα. Όταν έβγαζε μια μπάλα “καρούμπαλο” στην ουσία αχρηστευόταν, αφού αλλού την έσκαγες και αλλού βρισκόταν. Για αυτό υπήρχε ο άγραφος κανόνας πως δεν έπρεπε με τίποτα να κλωτσάμε μια μπάλα μπάσκετ.

Οι βασικοί κανόνες του “μονού” ήταν ίδιοι με αυτούς του διπλού με κάποιες εξαιρέσεις:

“Πόντοι”: Για κάποιον λόγο που θα μείνει αδιευκρίνιστος στα βάθη των αιώνων τα δίποντα στο μονό μετρούσαν για ένα πόντο και τα τρίποντα για δύο.

“Τρίποντο ή φάουλ”: Στην αρχή του παιχνιδιού οριζόταν αν η κάθε ομάδα θα έπρεπε να βγάλει την μπάλα από το τρίποντο ή από την ρακέτα (γραμμή των ελευθέρων βολών) πριν ξεκινήσει την επίθεσή της.

“Κομμένη/Άκοφτη”: Άλλο ένα πράγμα που έπρεπε να οριστεί πριν ξεκινήσει το παιχνίδι ήταν το κατά πόσο επιτρεπόταν να κοπεί η πρώτη πάσα.

Τα φάουλ έπρεπε να τα ζητάει αυτός που τα δεχόταν: Επρόκειτο για τον πιο παράλογο κανόνα του παιχνιδιού, για αυτό και αποτελούσε αιτία για χοντρούς τσακωμούς. Αν σε κάποια φάση γινόταν φάουλ, αλλά το ζήταγε κάποιος άλλος πλην αυτού που το δεχόταν, δεν δινόταν φάουλ. Εκείνη τη στιγμή ο παίκτης που είχε κάνει το φάουλ σε ένδειξη ανωτερότητας αλλά και ταυτόχρονης επίδειξης έλεγε: “Ήταν φάουλ, αλλά δεν το ζήτησε”.

Για αυτό το λόγο ήταν συχνές οι παραινέσεις από συμπαίκτες σε άτομα που δεν ζητούσαν σχεδόν ποτέ φάουλ, να ζητούν και να μην το παίζουν σκληροί.

“Η ισοπαλία”: Τα περισσότερα μονά τα παίζαμε στα “21”. Αν οι δύο ομάδες ήταν ισόπαλες 20-20, τότε το παιχνίδι παιζόταν μέχρι τα 22. Το ίδιο συνέβαινε και σε περίπτωση που το ματς έληγε στα 11 και το σκορ ήταν 10-10.

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του μπάσκετ που παίζαμε μικροί σε σύγκριση με αυτό του ποδοσφαίρου ήταν ότι το μπάσκετ χρειαζόταν οριοθετημένο γήπεδο για να παιχτεί. Ακόμα και αν τα γήπεδα μπάσκετ ήταν πολλά σε ολόκληρη τη χώρα, πάντα τίθετο θέμα για το σε ποιους ανήκε το εκάστοτε γήπεδο.

O νόμος των “μεγάλων”: Ένας προαιώνιος κανόνας που ίσχυε σε όλα τα μπασκετάκια ήταν αυτός των “μεγάλων”. Δεν μπα να είχε πιάσει η παρέα σου πρώτη το γήπεδο, δεν μπα να βρισκόσασταν στη μέση ενός μονού που συναγωνιζόταν σε θέαμα το All Star Game του ΝΒΑ, μόλις εμφανιζόντουσαν οι πιο μεγάλοι ηλικιακά της περιοχής έπαιρναν το γήπεδο με το στανιό.

Η μεγαλύτερη παραχώρηση που έκαναν στους “μικρούς” ήταν να παιχτεί ένας ακόμη πόντος. Στο “τσακίρ” κέφι οι “μεγάλοι” αν δεν σχημάτιζαν ομάδα έπαιρναν 1-2 άτομα από τους “μικρούς”, αφού πρώτα έκαναν κάποια υποτιμητική ερώτηση του τύπου “ξέρεις να σουτάρεις;” στον μέλλοντα συμπαίκτη τους.

“Ο νόμος του καλύτερου”: Σε περίπτωση που η ηλικιακή διαφορά των ομάδων που διεκδικούσαν το γήπεδο δεν ήταν μεγάλη, έπαιζαν ένα μονό μεταξύ τους και ο νικητής έπαιρνε το γηπεδάκι.

Η διαθεσιμότητα του γηπέδου: Πέρα από τις μεγαλύτερες ηλικιακά και τις καλύτερες ομάδες, κάθε παρέα που ήθελε να παίξει μπάσκετ είχε και κάποιους επιπλέον “εχθρούς”. Ο πρώτος από αυτούς ήταν οι προπονήσεις των ερασιτεχνικών ομάδων. Στα περισσότερα γηπεδάκια έκαναν προπονήσεις όλα τα τμήματα των ερασιτεχνικών ομάδων (οι “junior”, οι “παμπαίδες”, οι “παίδες”, κτλ.), με αποτέλεσμα να υπήρχαν συγκεκριμένες ώρες μέσα στην εβδομάδα που μπορούσε κάποιος να πετύχει τα γήπεδα άδεια.

Ο δεύτερος είχε να κάνει με τα φώτα, αφού σε μερικά γήπεδα δεν άναβαν τους προβολείς το βράδυ ή δεν είχαν καθόλου προβολείς. Επομένως, κάθε παρέα που αγαπούσε το μπάσκετ όφειλε να “χαρτογραφήσει” όλα τα γηπεδάκια της περιοχής της, ώστε να ξέρει ποιες ώρες ήταν ελεύθερα από προπονήσεις και ποια είχαν φώτα, ειδικά το χειμώνα που νύχτωνε νωρίς. Επίσης, το ιδανικό γήπεδο διέθετε μπασκέτες με διχτάκι, για να ακούγεται το χαρακτηριστικό “χλατς” του εύστοχου σουτ.

“Η μπάλα”: Πριν ξεκινούσαμε να παίζουμε αφιερώναμε λίγο χρόνο στο να αποφασίσουμε ποια μπάλα θα χρησιμοποιούσαμε. Κάθε ένας που είχε δική του μπάλα προσπαθούσε να πείσει τους υπόλοιπους ότι εκείνη ήταν η καλύτερη, αφού πίστευε πως κατά τη διάρκεια του αγώνα θα ήταν πιο εύστοχος με αυτή.

“Η βρύση”: Κάθε γηπεδάκι που “σεβόταν” τον εαυτό του είχε μια βρύση. Αυτή η βρύση έβγαζε νερό το οποίο είχε μεν γεύση σκουριάς, αλλά μετά από 2-3 μονάκια αποτελούσε το πιο “ξεδιψαστικό” νερό που είχαμε πιει στη ζωή μας.

Όσον αφορά τα διαλείμματα ανάμεσα στα παιχνίδια, πάντα κάποιοι προειδοποιούσαν τους υπόλοιπους να μην πιουν πολύ νερό, γιατί οι περισσότεροι έπιναν τόσο πολύ που δεν μπορούσαν από εκεί και πέρα να κουνηθούν και στην ουσία η μπασκετική ημέρα τελείωνε κάπου εκεί.

“Τα σύρματα”: Αρκετά από τα γηπεδάκια είχαν φύλακα, ο οποίος είχε συγκεκριμένο ωράριο. Έλα, όμως, που η όρεξη μας για μπάσκετ δεν περιοριζόταν στο πρόγραμμά του εκάστοτε φύλακα. Για να μην έχουμε, λοιπόν, την ανάγκη του είχαμε τρυπήσει τα σύρματα σε κάποια πλευρά του γηπέδου, σε τέτοιο μέγεθος, ώστε να μπορούμε να περάσουμε από μέσα.

Οι “μασκότ”: Κάθε γηπεδάκι είχε έναν τύπο, ο οποίος ήξερε “καντάρια” μπάσκετ και άφηνε διάφορους μύθους να “κυκλοφορούν” γύρω από το όνομά του. Όπως ότι είχε πάθει χιαστούς λίγες μέρες πριν πάρει μεταγραφή σε ομάδα της Α1 ή ότι είχε τσακωθεί με τον προπονητή του, γιατί το ταλέντο του δεν μπορούσε να μπει σε “καλούπια” και συστήματα.

Πήγαινε κάθε μέρα πρώτος στα γηπεδάκια και έφευγε τελευταίος, ενώ δεν υπήρχε άτομο στην περιοχή που δεν είχε παίξει μαζί του είτε ως συμπαίκτης είτε ως αντίπαλος.

Σχετικά άρθρα