Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους αστέρες της δεκαετίας του 1990, ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα που εμφανίστηκαν -κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο- στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Οι τραυματισμοί όμως που τον ταλαιπώρησαν, δεν επέστρεψαν στον Αρτούρας Καρνισόβας να φτάσει στο επίπεδο που μπορούσε και, κυρίως, άξιζε.
Έχοντας την τύχη να αποτελεί γέννημα θρέμμα της λιθουανικής μπασκετικής σχολής, το «σαρκοφάγο» ένιωσε μία ιδιαίτερη έλξη -«ερωτική» θα μπορούσαμε να πούμε- για το συγκεκριμένο άθλημα. Ο Καρνισόβας γεννήθηκε στις 27 Απριλίου του 1971, στην πόλη Κλαϊπέντα της Λιθουανίας. Η αγάπη του για το μπάσκετ ήταν τόσο μεγάλη που, σύμφωνα με φήμες οι οποίες ανήκουν στη σφαίρα του μύθου, πρώτα έμαθε να ντριμπλάρει και εν συνεχεία να περπατάει.
Το ταλέντο του ξεχείλιζε άφθονο, με τους αντιπάλους του στις αλάνες να αποτελούν τα πρώτα του «θύματα». Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να περιμένει στωικά μέχρι το 1987, προτού αποτελέσει μέλος μίας ομάδας. Τότε ήταν που οι άνθρωποι της Στατίμπα Βίλνιους (σημερινή Λιέτουβος Ρίτας) τον είδαν και τον έπεισαν να παίξει για το σύλλογό τους.
Το μεγαλύτερο όμως δέλεαρ για τον ίδιο, δεν ήταν άλλο από τη συνύπαρξη στην ίδια ομάδα με τον Σαρούνας Μαρτσουλιόνις. Στα τρία χρόνια (1987-1990) που «σπούδασε» δίπλα σε αυτό τον αστέρα των ευρωπαϊκών παρκέ, ο Καρνισόβας βελτιώθηκε πολύ γρήγορα, εμπλουτίζοντας το ρεπερτόριό του και με κινήσεις κοντά στο καλάθι. Δεν κατέκτησε βέβαια κάποιο τίτλο -υπεύθυνος είναι ο «Κέρβερος» της εποχής (ΤΣΣΚΑ Μόσχας, Ζαλγκίρις Κάουνας και Μπουντιβέλνικ Κιέβου)- στο πρωτάθλημα της ενωμένης Σοβιετικής Ένωσης, όμως το νερό είχε αρχίσει να μπαίνει στο αυλάκι.
Τα κολλεγιακά χρόνια και η επιστροφή στην Ευρώπη
Το τέλος της αγωνιστικής περιόδου 1989-1990 αποτέλεσε το ξεκίνημα της επιτυχημένης, και συνάμα άτυχης-σύντομης, σταδιοδρομίας του Αρθούρου του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Οι «πειρατές» του πανεπιστημίου του Σέτον Χαλ (Seton Hall Pirates) αποτέλεσαν την ιδανική ευκαιρία για το Λιθουανό φόργουορντ. Στην τετραετή θητεία του (1990-1994) στο κολλέγιο του Νιου Τζέρσι (εκεί σπούδασε και έπαιξε μπάσκετ ο Νίκος Γκάλης), ο Καρνισόβας μεταμορφώθηκε στον απόλυτο ηγέτη της ομάδας.
Μάλιστα, είναι «μέλος» μίας πολύ μικρής «λέσχης» παικτών, καθώς έχει κατορθώσει να σκοράρει +500 πόντους, να μαζέψει +500 ριμπάουντ, να μοιράσει +150 ασίστ, να κλέψει +100 μπάλες και να μοιράσει +100 τάπες στο NCAA.
Υπό τις οδηγίες του Π. Τζ. Καρλέσιμο (μετέπειτα πρωταθλητής ΝΒΑ με τους Σαν Αντόνιο Σπερς το 2003, το 2005 και το 2007, ως βοηθός του Γκρεγκ Πόποβιτς), ο οποίος ανακηρύχθηκε «Προπονητής του Αιώνα» για το πανεπιστήμιο, ο Καρνισόβας σκόραρε πάνω από 1500 πόντους -18.3 την τελευταία του χρονιά (1993-1994)- και αποτέλεσε τον στυλοβάτη της ομάδας στην κατάκτηση των δύο πρωταθλημάτων (1991 και 1993) της ανατολικής περιφέρειας (Big East Tournament Champions).
Επιπρόσθετα, και τις τέσσερις σεζόν του στο πανεπιστήμιο κατάφερε να οδηγήσει την ομάδα του στην τελική φάση του κολλεγιακού πρωταθλήματος (NCAA Division I), με την πρόκριση στις 8 καλύτερες ομάδες το 1991 να αποτελεί την κορωνίδα στην τετραετία του ως «καπετάνιος» των «πειρατών» του Σέτον Χαλ.
Οι εμφανίσεις του όμως δεν κέντρισαν το ενδιαφέρον των ομάδων του ΝΒΑ. Έτσι, πήρε την απόφαση να επιστρέψει στη Γηραιά Ήπειρο για λογαριασμό της γαλλικής Σολέτ. Το σύντομο πέρασμά του από τη Γαλλία, αν και δε συνοδεύτηκε με την κατάκτηση κάποιου τίτλου, ήταν πραγματικό υπέροχο. Οι οπαδοί της Σολέτ είχαν μαγευτεί από τις επιθετικές ικανότητες -και όχι μόνο- του χαρισματικού Λιθουανού.
Αχ αυτοί οι «αιώνιοι»
Με την ολοκλήρωση της αγωνιστικής περιόδου 1994-1995, η Μπαρτσελόνα τον έπεισε να γίνει κάτοικος Καταλονίας, παραμένοντας στον ισπανικό σύλλογο μέχρι και το 1997. Με τον Καρνισόβας πλέον στο ρόστερ, η Μπάρτσα έμοιαζε πανίσχυρη. Ολοκλήρωσε την κανονική περίοδο στο ισπανικό πρωτάθλημα με ρεκόρ 30-8, φτάνοντας εύκολα στην κατάκτηση του τροπαίου, με 3-0 στις νίκες απέναντι στην Κάχα Σαν Φερνάντο (σημερινή Σεβίλλη). Ο Καρνισόβας είχε μετατραπεί σε κίνδυνο-θάνατο για τις αντίπαλες άμυνες (ο τρόπος που εκμεταλλευόταν -όχι μόνο στη Μπαρτσελόνα- τα σκριν των συμπαικτών του, ήταν μοναδικός).
Αυτό μπορούσε να το διαπιστώσει κάποιος και από την απόδοσή του στα παιχνίδια της Euroleague. Σε μία ομάδα γεμάτη παικταράδες (Χιμένεθ και Μοντέρο τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα), ο Αρθούρος ήταν το πρώτο βιολί στην επίθεση. Ολοκλήρωσε τη σεζόν στην κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση όντας έβδομος σκόρερ (20.7 πόντοι ανά παιχνίδι), οδηγώντας -εκ του ασφαλούς- την ομάδα του στο Final 4 του Παρισιού. Στον ημιτελικό, η «βασίλισσα» Ρεάλ Μαδρίτης υπέκυψε στις ορέξεις του «βασιλιά» της Καταλονίας (24π). Το τελικό 76-66, απέναντι στην απερχόμενη πρωταθλήτρια Ευρώπης (73-61 τον Ολυμπιακό στον τελικό της Σαραγόσας) του Ομπράντοβιτς, αναπτέρωσε της ελπίδες της Μπαρτσελόνα για την κατάκτηση του βαρύτιμου τροπαίου.
Στον τελικό περίμενε ο Παναθηναϊκός των Γιαννάκη, Ουίλκινς και Βράνκοβιτς. Για ακόμη μία φορά, η εμφάνιση του Καρνισόβας ήταν ανατριχιαστική. Πέτυχε 23 πόντους (πρώτος σκόρερ της αναμέτρησης), μάζεψε 8 ριμπάουντ και μοίρασε 6 ασίστ. Το αποτέλεσμα; Ο Παναθηναϊκός, χάρη στην ΤΑΠΑ του Βράνκοβιτς, έκαμψε την αντίσταση της Μπαρτσελόνα με 67-66, κατακτώντας το πρώτο τρόπαιο (στη συγκεκριμένη διοργάνωση) στην ιστορία της Ελλάδας και του συλλόγου, αφήνοντας τον Καρνισόβας να κοιτάζει -εμβρόντητος- το παρκέ του Palais de Bercy.
Η επόμενη σεζόν εξελίχθηκε σε ένα κακόγουστο αστείο στην Ευρωλίγκα και σε παραμύθι εντός των ισπανικών τειχών. Στην ACB, η Μπαρτσελόνα διατήρησε τα σκήπτρα της απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης (3-2 στη σειρά των τελικών, έχοντας μειονέκτημα έδρας), με τον Καρνισόβας να είναι και πάλι άτεγκτος απέναντι στους υποψήφιους μνηστήρες της κορυφής. Δε συνέβη όμως το ίδιο και στην Ευρώπη. Μπορεί οι Καταλανοί να προκρίθηκαν στο Final 4 της Ρώμης, όμως ο Καρνισόβας είχε χάσει λίγη από τη σπιρτάδα που τον χαρακτήριζε την προηγούμενη αγωνιστική περίοδο. Αυτό δε σημαίνει βέβαια πως είχε ξεχάσει το μπάσκετ. Δεν ήταν όμως πλέον ο «δολοφόνος» των περασμένων ετών. Και αυτό φάνηκε και στους δύο αγώνες του Final 4.
Στον ημιτελικό, ο Καρνισόβας σκόραρε μόνο 9 πόντους, στη δύσκολη νίκη απέναντι στην ΑΣΒΕΛ ΛΥΟΝ (ASVEL LYON) με 77-70. Ένα βήμα πριν τη στέψη, η Μπαρτσελόνα έπρεπε να υπερκεράσει το εμπόδιο του πανίσχυρου Ολυμπιακού (απέκλεισε στα προημιτελικά του θεσμού τον πρωταθλητή Ευρώπης Παναθηναϊκό με 2-0 στις νίκες). Εμπόδιο που, όπως αποδείχθηκε, ήταν ανυπέρβλητο. Οι «ερυθρόλευκοι» έκαμψαν την αντίσταση των «Καταλανών» (73-58), ανεβαίνοντας για πρώτη φορά στην ιστορία τους στο Έβερεστ της ευρωπαϊκής καλαθόσφαιρας. Ο Λιθουανός φόργουορντ ήταν μεστός (14 πόντοι με 1/3 δίποντα, 3/4 τρίποντα, 3/3 βολές, ενώ μάζεψε και 4 «σκουπίδια»), αλλά όχι αρκετός για την ομάδα του. Αυτή όμως η «συνάντηση» με τον Ολυμπιακό δε θα ήταν και η τελευταία.
Η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος
Με την ολοκλήρωση της αγωνιστικής περιόδου 1996-1997, κατά την οποία εκτός από πρωταθλητής Ισπανίας και φιναλίστ της Euroleague, ανακηρύχθηκε και MVP του FIBA EuroStars (το αντίστοιχο του αμερικάνικου All Star Game), ο Καρνισόβας αποχώρησε από το λιμάνι της Καταλονίας προκειμένου να συνεχίσει την καριέρα του στο λιμάνι του Πειραιά. Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί πως η ενσωμάτωσή του στο ρόστερ των, τότε, πρωταθλητών Ευρώπης και νταμπλούχων Ελλάδας θα σηματοδοτούσε την αρχή του τέλους για την καριέρα του και το ξεκίνημα της δεκαπενταετούς ένδειας (σε αγωνιστικό και -για ένα χρονικό διάστημα- διοικητικό επίπεδο) για τον Ολυμπιακό.
Η φυγή των Ρίβερς και Σιγάλα αποδυνάμωσε τους «ερυθρολεύκους», όμως ο ερχομός των Καρνισόβας και Ρότζερς αρχικά φάνηκε να εξισορροπεί την κατάσταση. Η σεζόν ξεκίνησε ιδανικά με τη συμμετοχή στον τελικό του McDonald’s Championship κόντρα στους Σικάγο Μπουλς (ήττα με 104-78) του τεράστιου Τζόρνταν, με τον Καρνισόβας να αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ του Ολυμπιακού με 19 πόντους. Μάλιστα, μέχρι κα τα μέσα της αγωνιστικής περιόδου 1997-1998, ο Ολυμπιακός ήταν εξαιρετικός με τον Λιθουανό φόργουορντ να θυμίζει στο φίλαθλο κόσμο για πιο λόγο θεωρούταν ως ένα από τα καλύτερα τριάρια στην Ευρώπη. Οι «Πειραιώτες», με τον Καρνισόβας να είναι δέκατος σκόρερ στην Ευρωλίγκα εκείνη τη χρονιά (17 πόντοι μέσο όρο) προκρίθηκαν με σχετική άνεση στα νοκ άουτ παιχνίδια της διοργάνωσης, όπου και διασταυρώθηκαν με την Παρτιζάν, έχοντας πλεονέκτημα έδρας. Όμως δεν κατάφεραν να προχωρήσουν περεταίρω καθώς, οι πρωταθλητές Ευρώπης του 1992, τους έριξαν στο καναβάτσο, με 2-0 στις νίκες, βάζοντας έτσι πρόωρο και άδοξο τέλος στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν τα «σκήπτρα» τους.
Ο Αρτούρας δεν έπιασε καλή απόδοση σε αυτούς του αγώνες, καθώς τα προβλήματα στη μέση του είχαν ήδη αρχίσει να τον ταλαιπωρούν. Την ίδια στιγμή, η ομάδα είχε αρχίσει να χάνει αρκετή από την αίγλη της, κάτι που έγινε σε όλους κατανοητό με το τέλος της σεζόν. Ήττα-συντριβή από τη μεγάλη ΑΕΚ (έπαιξε στον τελικό της Ευρωλίγκας εκείνη τη χρονιά κόντρα στην Κίντερ Μπολόνια) του Γιάννη Ιωαννίδη στα προημιτελικά του κυπέλλου Ελλάδος με 63-49 και αποκλεισμός-ΣΟΚ από τον ΠΑΟΚ, στους ημιτελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος, με τον Στογιάκοβιτς να γκρεμίζει το ΣΕΦ στον τρίτο και τελευταίο αγώνα της σειράς (55-58), με το ΙΣΤΟΡΙΚΟ τρίποντο, το οποίο καταβαράθρωσε τον Ολυμπιακό για πάρα πολλά χρόνια.
Η απόδοση του Καρνισόβας κυμάνθηκε σε μέτρια επίπεδα και έτσι, το διαζύγιο ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν αναπόφευκτο. Επόμενος σταθμός στην καριέρα του ήταν η Φορτιτούντο Μπολόνια (1998-2000). Το πέρασμά του από την Ιταλία μπορεί να χαρακτηριστεί με μία μόνο λέξη. Ανύπαρκτο. Ο μόνος λόγος που γίνεται αναφορά στη διετή θητεία του στο σύλλογο είναι γιατί την περίοδο 1999-2000 αποτέλεσε μέλος της ομάδας που κατέκτησε το πρωτάθλημα της Lega Basket Serie A (πρώτο στην ιστορία του συλλόγου), έχοντας για συμπαίκτες τον Τζιανλούκα Μπαζίλε και τον, εφιάλτη του στον τελικό του Παρισιού το 1996, Στόγιαν Βράνκοβιτς.
Ο τελευταίος σταθμός στην καριέρα του (2000-2002) ήταν η Μπαρτσελόνα. Η επιστροφή του στην Καταλονία συνδυάστηκε με το νταμπλ της αγωνιστικής περιόδου 2000-2001. Στον τελικό του Copa del Rey, οι Καταλανοί έκαμψαν δύσκολα την αντίσταση της Ρεάλ Μαδρίτης με 80-77, με τον Καρνισόβας να σκοράρει 12 πόντους και να μαζεύει 4 ριμπάουντ, ενώ στους τελικούς του ισπανικού πρωταθλήματος, η Μπαρτσελόνα σκούπισε με 3-0 τους Μαδριλένους., με τον Λιθουανό φόργουορντ να μένει στα ρηχά.
Οι συνεχόμενοι τραυματισμοί του δεν του επέτρεψαν να προσφέρει στην ομάδα του αυτά που ήθελε και μπορούσε. Έτσι, με την ολοκλήρωση της αγωνιστικής περιόδου 2001-2002, κατά την οποία η Μπαρτσελόνα δεν κατέκτησε κάποιο τρόπαιο, πήρε τη δύσκολη απόφαση -όντας μόλις 31 ετών- να κρεμάσει τη φανέλα του.
Εθνική Λιθουανίας και NBA
Με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της Λιθουανίας κατέκτησε δύο χάλκινα μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 και του 1996, αλλά και τη δεύτερη θέση στο Eurobasket του 1995 στην Αθήνα.
Οι κορυφαίες του στιγμές -σε ατομικό επίπεδο πάντα- με το εθνόσημο ήταν η αναμέτρηση κόντρα στην Ανγκόλα (85-49) στις 26 Ιουλίου του 1996, για την τρίτη αγωνιστική των ομίλων στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα, όταν και σκόραρε 20 πόντους, μαζεύοντας ταυτόχρονα και 5 ριμπάουντ, καθώς και ο αγώνας για το χάλκινο μετάλλιο απέναντι στην Αυστραλία (80-74), όπου σκόραρε 21 πόντους (double double πέτυχε ο Σαμπόνις με 30 πόντους και 13 «σκουπίδια»).
Πιο συγκεκριμένα, τα νούμερα του στη Βαρκελώνη είναι 11.2 πόντοι, 3 ριμπάουντ, 1.5 ασίστ και 1.3 κλεψίματα, ενώ στην Ατλάντα, οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 15.3, 5.1, 2.7 και 1. Πλέον, εν έτη 2013, ο Καρνισόβας είναι στέλεχος των Ντένβερ Νάγκετς (βοηθός του προέδρου και του γενικού διευθυντή της ομάδας), ενώ έχει διατελέσει -για μία πενταετία- και ανιχνευτής ταλέντων (scout) για τους Χιούστον Ρόκετς, αποδεικνύοντας έμπρακτα την αγάπη του για το άθλημα.