Για κάποιους μπάσκετ σημαίνει ένα εντυπωσιακό κάρφωμα στο ΝΒΑ ή ένα σοφιστικέ σύστημα στην Euroleague, όμως υπάρχουν κι αυτοί οι ρομαντικοί που μπορούν ακόμα να ανατριχιάζουν με μία γλυκιά σταυρωτή του Μιλεντίγιεβιτς, με ένα μεγάλο τρίποντο του Κακλαμάνου ή με μία ωραία άμυνα του Αθανασούλα.
Από το 1987 μέχρι σήμερα η Ελλάδα έφτιαξε μπασκετική κουλτούρα και γι’ αυτούς που δηλώνουν πιο μυημένοι στο άθλημα η βιτρίνα της Basket League μπορεί να έδινε αίγλη, όμως η Α2 ήταν πάντα το απόλυτο απάγκιο. Ήταν για τους… μερακλήδες!
Οι τρεις τελευταίες σεζόν σίγουρα θα γραφτούν στην ιστορία σε όλα τα επίπεδα, καθώς ό,τι ζούμε σε αυτό το διάστημα μόνο ως πρωτόγνωρο μπορεί να χαρακτηριστεί με τον COVID 19 να αιωρείται ως «Δαμόκλειος Σπάθη» πάνω από τα μπασκετικά παρκέ, αλλάζοντας τις νόρμες που είχαμε «χτίσει» μέσα στα χρόνια.
Θέλοντας και μη, οι συγκρίσεις με το παρελθόν δεν γίνεται να αποφευχθούν και όσο πιο πίσω τόσο πιο έντονα αντιφατικό γίνεται το σκηνικό. Από τη μία άδειες τσιμεντένιες κερκίδες και από την άλλη αναμνήσεις από τότε που τα γήπεδα έσφυζαν από κόσμο, από συνθήματα που δονούσαν το περιβάλλον και από φιλάθλους που θαρρείς πως δάμαζαν τους νόμους της φυσικής αιωρούμενοι αγκαλιασμένοι μετά από ένα μεγάλο καλάθι.
Και καθώς οι αναβολές γίνονται το νέο trend της εποχής, το μάτι «καρφώνεται» στον βαθμολογικό πίνακα και η νοσταλγία βαραίνει ακόμα περισσότερο. Έστω κι αν έχουν έναν αγώνα περισσότερο, η παρουσία του αήττητου Απόλλωνα Πατρών στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα συνοδευόμενου από το ιστορικό Παγκράτι γεννούν ένα τσούρμο αναμνήσεις.
Αναμνήσεις που έρχονται από τις πιο ρομαντικές εποχές του ελληνικού αθλητισμού. Τότε που στους «ροσονέρι» η ηγετική φιγούρα του Μάκη Δενδρινού ξεχώριζε στην άκρη του πάγκου, τότε που οι Νίκος Σισμανίδης και Αντώνης Λάνθιμος συνέχιζαν τους «θρύλους» τον Μαστρογιάννη και Κοντοβουνήσιου με τους μετέπειτα Ντίνο Καλαμπάκο, Ευθύμη Μπακατσιά και Σάκη Τζαλαλή να τους παρακολουθούν αρχικά ως φερέλπιδες.
Κι αν τα χρόνια του Μάγλου και του Δεκαβάλα μοιάζουν μακρινά ποιος μπορεί να ξεχάσει τον εκρηκτικό αλλά άτυχο Ερλ Χάρισον, τον showman Τζον Χάντσον και το «οπλοπολυβόλο» Ρίτσαρντ Ρέλφορντ. Αν και φίλαθλος αρχικά του Περιστέριου και μετέπειτα του ΑΓΟΡ θυμάμαι τον εαυτό μου να στριμώχνεται στο ΜΕΤΣ για να δω όλους αυτούς τους βιρτουόζους της «πορτοκαλί» θεάς.
Κι αν το Παγκράτι μπορούσα να «ξεκλέψω» χρόνο και χαρτζιλίκι για να πάω να το δω τα πράγματα δεν ήταν το ίδιο εύκολα και με τον Απόλλωνα Πατρών που από παιδί μου προκαλούσε μία ακαταμάχητη συμπάθεια ως μία γνήσια μπασκετική ομάδα που δεν προέρχεται από τις μεγαλουπόλεις της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης. Μπορεί να μην πρόλαβα το Κουκούλι (έτσι λεγόταν τη δεκαετία του ’80 το γήπεδο της ομάδας), όμως η πιο ιστορική ομάδα της επαρχίας ξέρει να γεννά αναμνήσεις σε όλες τις γενιές. Άλλωστε από το 1971 όταν έγραψε την πρώτη συμμετοχή στην πρώτη κατηγορία μέχρι και σήμερα μετράει δύο παρουσίες σε τελικό κυπέλλου Ελλάδας (1997, 2015), 5 παρουσίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (Κόρατς, Eurocup) και περισσότερες από 30 συμμετοχές στην υψηλότερη κατηγορία της χώρας.
Αν χρειαστεί να αναφερθούμε σε παίκτες που ανέδειξε ή που φόρεσαν την «μελανόλευκη» φανέλα τότε μάλλον θα χρειαστεί να αφιερώσετε πολλά ΜΒ μόνο στο scroll down, καθώς η λίστα είναι μακρά από Αμερικάνο, Αργυρόπουλο, Αγγέλου, Μυριούνη, Παπαπέτρου και Χαρίση μέχρι τον φαντεζί κι άτυχο Μαρκ Πέτγουεϊ, τον ατίθασο Χάρολντ Έλις (ακόμα θυμάμαι εκείνο τον διαπληκτισμό με Αγγελίδη που άφησε ένα σπασμένο σαγόνι στον Έλληνα φόργουορντ) τον «δολοφόνο» που αρέσκονταν να σουτάρει από τα 7-7,5 μέτρα Γουέιν Γίαργουντ, το «καγκουρό» Άντριου Γκέιζ και φυσικά τον ΤΕΡΑΣΤΙΟ Μπακ Τζόνσον.
Τελικά είτε με κορονωϊό, είτε χωρίς τις αναμνήσεις δεν μπορεί να στις πάρει κανείς γι αυτό μην σταματάτε να δημιουργείτε νέες σε κάθε ευκαιρία.