Ένας από τους παίκτες που ξεχώρισαν τη δεκαετία του 1990 (αλλά και του ‘80) στο ελληνικό μπάσκετ ήταν ο Ευθύμης Μπακατσιάς (14/1/1968), ο οποίος αποτελούσε έναν σύγχρονο πλέι μέικερ, με μπόι 1.96μ και εξαιρετικά στοιχεία στο παιχνίδι του. Ο Γιάννης Ιωαννίδης τον είχε «καψούρα» και δεν το έκρυβε.
Όσο ήταν προπονητής του μεγάλου Άρη, ο «Ξανθός» ήθελε να τον φέρει στον «αυτοκράτορα», έχοντας μάλιστα κάνει συνάντηση μαζί του, όμως το θέμα χαλούσε στις απαιτήσεις του Παγκρατίου. Τελικά, έπρεπε να καθίσει στον πάγκο του Ολυμπιακού για να τον θέσει υπό τις οδηγίες του.
Συγκεκριμένα, το 1993 εισηγήθηκε στον Σωκράτη Κόκκαλη να τον φέρει στο λιμάνι και παρότι εκείνη την περίοδο είχε πέσει στο τραπέζι το όνομα του Παναγιώτη Γιαννάκη, ο Ιωαννίδης «ψήφισε» Μπακατσιά και η διοίκηση τον έντυσε στα ερυθρόλευκα, «θυσιάζοντας» μάλιστα μεταξύ άλλων το επί σειρά ετών ηγετικό στέλεχος, Σταύρο Ελληνιάδη, που πήγε σαν αντάλλαγμα στους «ροσονέρι».
Ο Μπακατσιάς ήταν ένας ρολίστας πολυτελείας, ο οποίος υστερούσε στο μακρινό σουτ, αλλά ήταν εξαιρετικά διεισδυτικός, καλός χειριστής και δημιουργός, που πρόσφερε ταχύτητα στις ομάδες του και πίεση πάνω στη μπάλα.
Στον Ολυμπιακό παρέμεινε μέχρι το 1998, κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα, δύο κύπελλα και μια Ευρωλίγκα. Αποκορύφωμα, ήταν η συμμετοχή του στο McDonald open στο Παρίσι, όπου είχε την ευκαιρία να αντιμετωπίσει και να μαρκάρει τον Μάικλ Τζόρνταν. Βέβαια, είχε δείξει τι μπορεί να κάνει κόντρα στους ΝΒΑers στο Μουντομπάσκετ του 1994 όταν τα είχε βάλει με τον Ρέτζι Μίλερ και την παρέα του (έπεται το ανάλογο αφιέρωμα).
Αρχικά, ήταν βασικό στέλεχος των Πειραιωτών, όμως μετά την έλευση του Ντέιβιντ Ρίβερς περιορίστηκε ο ρόλος του μέχρι την αποχώρησή του. Η καριέρα του έκλεισε σε μικρή σχετικά ηλικιακά στο Περιστέρι, όταν ήταν 32 ετών. Έπαιξε και μια χρονιά τιμής ένεκεν στο Παγκράτι ερασιτεχνικά και στη συνέχεια έβγαλε εντελώς το μπάσκετ από τη ζωή του.