Βάσει τίτλων είναι ο πιο επιτυχημένος άνθρωπος στην ιστορία του NBA. Πιο επιτυχημένος από τον Ρεντ Άουερμπακ. Πιο επιτυχημένος από τον Μπιλ Ράσελ. Πιο επιτυχημένος ακόμα και από τον Μάικλ Τζόρνταν.
Φιλοσοφημένος, ξεχωριστός, εγωιστής και ευφυής, ο Φιλ Τζάκσον λογίζεται καλώς ή κακώς ως ο κορυφαίος προπονητής που έχει γνωρίσει ποτέ το άθλημα. Κάποιοι τον θεωρούν υπερτιμημένο, άλλοι πάλι υποτιμημένο. Το πού έγκειται η αλήθεια κανείς δεν το γνωρίζει. Άλλωστε το μόνο σίγουρο είναι πως του ίδιου του «Ζεν Μάστερ» δεν του καίγεται καρφί. Γι’ αυτό και αποσύρθηκε γνωρίζοντας πως δεν έχει τίποτε άλλο να αποδείξει.
Η σκηνή είναι χαρακτηριστική… Κληθείς να χαρακτηρίσει τα δαχτυλίδια που αφορούν στο τελευταίο πρωτάθλημα (2010) των Λος Άντζελες Λέικερς, ο 79χρονος σήμερα τεχνικός μας στέλνει όλους αδιάβαστους: «Είναι άβολα, δεν μπορούν να φορεθούν». Ορίστε; «Ναι, είναι αφόρετα. Και πάντοτε είχα την αίσθηση πως ο λόγος που υπάρχουν είναι για να φοριούνται. Όμως βλέποντας ότι τα σχεδίασε ο Τζέρι Μπας, οφείλω να ομολογήσω πως είναι καταπληκτικά». Συγνώμη ξανά; Πώς γίνεται κάτι να είναι αφόρετο και την ίδια στιγμή να είναι καταπληκτικό; Δε νοείται. Όποιος έχει πέσει, ωστόσο, στην παγίδα να ψάξει ένα λογικό νόημα πίσω από τα λόγια του Φιλ Τζάκσον, αυτόματα μπορεί να θεωρήσει εαυτόν «θύμα».
Κι αυτό, διότι εν αγνοία του έχει μπλεχτεί στον ιστό των εγκεφαλικών παιχνιδιών που χαρακτηρίζουν τη ζωή του πολυνίκη προπονητή. Παιχνιδιών που ακροβατούν ανάμεσα στη σοβαρότητα και το σαρκασμό, την ειλικρίνεια και το θεατρινισμό, την πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση. Όμως αυτός είναι ο Φιλ Τζάκσον. Αυτός ήταν σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Ένας άνθρωπος που γνώριζε πώς να (δια)χειρίζεται στην εντέλεια τους μεγαλύτερους παίκτες που γνώρισε ποτέ το άθλημα και να τους επιτρέπει να πρωταγωνιστούν, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του πως επί της ουσίας δουλεύουν γι’ αυτόν. Εκεί είναι και το σημείο που αρχίζουν να πληθαίνουν τα ερωτήματα γύρω από την πραγματική αξία του «Ζεν Μάστερ». Και από εκεί είναι που αξίζει να αρχίσουμε να εμβαθύνουμε σιγά-σιγά στις σελίδες του μύθου του.
Φιλ Τζάκσον ο ψυχολόγος ή ο τεχνικός;
Ίσως να πρόκειται για το μεγαλύτερο άλυτο μυστήριο στην ιστορία των πάγκων του NBA. Ήταν ο Φιλ Τζάκσον όντως ένας τόσο σπουδαίος τεχνικός ή απλά γνώριζε πώς να διαχειρίζεται ψυχολογικά τους παίκτες του; Ό,τι και από τα δυο να ισχύει, το μόνο δεδομένο είναι ότι σίγουρα έχει μερίδιο στην επιτυχία τόσο των Μπουλς όσο και των Λέικερς. Διότι μη λησμονούμε πως δουλειά του προπονητή είναι να τελεί χρέη ΚΑΙ ψυχολόγου. Ας δούμε όμως το θέμα λίγο πιο αναλυτικά και με γνώμονα πάντοτε τα γεγονότα.
Ξεκινάμε υπό το πρίσμα του αμφισβητία. Αλήθεια είναι, λοιπόν, πως το μυστικό της επιτυχίας πίσω από τα πρωταθλήματα του Φιλ Τζάκσον δεν αποτέλεσε έμπνευση του ιδίου, αλλά του βοηθού του στους πάγκους, Τεξ Γουίντερ. Αναφερόμαστε φυσικά στην περίφημη «τριγωνική επίθεση», ένα σύστημα ανάπτυξης στην επίθεση που αξιοποιούσε στην εντέλεια το επιθετικό ρεπερτόριο περιφερειακών παικτών σαν τον Μάικλ Τζόρνταν και τον Κόμπε Μπράιαντ.
Αλήθεια επίσης είναι πως ο «Ζεν Μάστερ» καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του είχε το προνόμιο να κοουτσάρει τον εκάστοτε κορυφαίο παίκτη της λίγκας. Αρχικά ήταν ο Μάικλ Τζόρνταν, ακολούθησε ο Σακίλ Ο’Νιλ, για να καταλήξουμε στον Κόμπε Μπράιαντ. Τέλος, είναι αλήθεια -με αφορμή αυτό το τελευταίο γεγονός- πως αρκετοί άνθρωποι του χώρου δε δείχνουν να τρέφουν απέναντί του το σεβασμό που αρμόζει σε έναν προπονητή που έχει κατακτήσει έντεκα πρωταθλήματα.
Η εξήγησή τους είναι απλή και τελευταίος απ’ όλους την εξέφρασε ο παλαίμαχος παίκτης, Σκοτ Πόλαρντ: «Κέρδιζε επειδή είχε πάντοτε τους καλύτερους παίκτες. Δεν τον είδα ποτέ ν’ αναλαμβάνει μια ομάδα που βρισκόταν εκτός playoffs και να τη μετατρέπει σε πρωταγωνίστρια». Ωστόσο, όπως ισχύει με κάθε νόμισμα, έτσι κι εδώ υπάρχουν δυο όψεις.
Οπότε ας το πιάσουμε αντίστροφα. Ναι, ο Φιλ Τζάκσον είχε την τύχη να κοουτσάρει πάντοτε τους κορυφαίους παίκτες του πρωταθλήματος. Με εξαίρεση όμως τον Σακίλ Ο’Νιλ του 2006, κανείς από αυτούς δεν κατέκτησε πρωτάθλημα δίχως τις οδηγίες του «Ζεν Μάστερ». Ούτε ο Τζόρνταν, ούτε ο Πίπεν, ούτε ο Μπράιαντ. Ακόμα περισσότερο, όλοι οι προαναφερθέντες -συν τον «Σακ»- μαζί του έπαιξαν το καλύτερο μπάσκετ της καριέρας τους. Και όχι μόνο αυτοί, αλλά και άλλοι: ο Χόρας Γκραντ, ο Ντένις Ρόντμαν, ο Τόνι Κούκοτς, ο Μπι Τζέι Άρμοστρονγκ, ο Ρόμπερτ Χόρι, ο Πάου Γκασόλ, ο Τρέβορ Αρίζα. Όλοι υπό τις οδηγίες του 79χρονου τεχνικού άγγιξαν το προσωπικό ζενίθ της καριέρας τους. Όσο για το όλο ζήτημα περί γνώσεων «τεχνικής φύσης», αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να επαληθευτεί στην περίπτωση κανενός προπονητή. Εν κατακλείδι το κάθε τεχνικό τιμ λογοδοτεί στον χεντ κόουτς. Κι εφόσον ο Τεξ Γουίντερ λογοδοτούσε στον Φιλ Τζάκσον, μαγκιά του και καμάρι του!
Φιλ Τζάκσον και καλές σχέσεις με τους σούπερ-σταρ
Όπως σημειώθηκε παραπάνω όλοι οι σούπερ-σταρ έπαιξαν το κορυφαίο μπάσκετ της καριέρας τους, όταν είχαν τον Φιλ Τζάκσον στον πάγκο. Ιδού και τα παραδείγματα. Ο Μάικλ Τζόρνταν, βρισκόταν στη λίγκα από το 1984, αλλά κατέκτησε το πρώτο του πρωτάθλημα το 1991 όταν είχε τον Φιλ Τζάκσον προπονητή, για να ακολουθήσουν στην πορεία άλλα πέντε. Ο Σκότι Πίπεν με αυτόν προπονητή έφτασε να αναδειχτεί MVP σε All Star Game. Ο Κούκοτς μαζί του αναδείχτηκε Κορυφαίος Έκτος Παίκτης το 1996.
Ο Σακίλ υπό τις οδηγίες του κατέκτησε τρία τρόπαια MVP σε τελικούς και το ίδιο συνέβη με τον Κόμπε που κατέκτησε δυο αντίστοιχα βραβεία στους τελικούς των δυο προηγούμενων σεζόν. Ο Γκασόλ δε από την ημέρα που άρχισε να αγωνίζεται γι’ αυτόν έγινε… μονιμάς στα All Star Games. Τί δείχνουν όλα αυτά; Μα φυσικά το προφανές. Πως δηλαδή όντως ο «Ζεν Μάστερ» είχε τα προνόμιο να δουλεύει με παικταράδες, όμως όλοι οι παικταράδες μαζί του ανέδειξαν το ταλέντο τους στην εντέλεια.
Ακόμα πιο αντιπροσωπευτικά είναι τα λόγια που έχουνε πει γι’ αυτόν αρκετοί από τους παραπάνω. Ας θυμηθούμε λίγο τα λόγια του Μάικλ Τζόρνταν στο διάστημα 1995-1998. Τότε που κάθε καλοκαίρι έπαιζε έντονα το σενάριο ο Φιλ Τζάκσον να αποχαιρετήσει τους Σικάγο Μπουλς λόγω των κάκιστων σχέσεών του με τον τζένεραλ μάνατζερ της ομάδας, Τζέρι Κράουζε. Ο «Αέρινος», λοιπόν, σε κάθε ερώτηση αναφορικά με το μέλλον του στην ομάδα απαντούσε ορθά-κοφτά: «Θα παίζω μόνο στην ομάδα που είναι προπονητής ο Φιλ. Αν ο Φιλ φύγει για κάποια άλλη ομάδα, θα τον ακολουθήσω».
Το ίδιο ακριβώς υποστήριζε στο διάστημα 1999-2002 και ο Σακίλ Ο’Νιλ, που συν τοις άλλοις έχει δηλώσει πως «ο Φιλ Τζάκσον είναι ο κορυφαίος προπονητής που έχει υπάρξει ποτέ». Ακόμα και ο Μπράιαντ με τον οποίο είχαν μια σχέση που πέρασε από πολλά σκαμπανεβάσματα παραδέχτηκε ύστερα από τον αποκλεισμό από τους Μάβερικς το 2011 ότι «έμαθα πολλά πράγματα από τον Φιλ Τζάκσον και μάλιστα όχι μόνο σε θέματα που αφορούσαν στο μπάσκετ». Αν μη τι άλλο, όταν οι κορυφαίοι παίκτες της τελευταίας 20ετίας μιλάνε με τέτοια τιμητικά λόγια, αυτό κάτι δείχνει.
Φιλ Τζάκσον και κακές σχέσεις με τους σούπερ-σταρ
Στον αμερικάνικο Τύπο είθισται όποτε αναφέρονται στους δυο κορυφαίους μπασκετμπολίστες μιας ομάδας να επικαλούνται τους χαρακτηρισμούς «Μπάτμαν» και «Ρόμπιν». Η εξήγηση εδώ είναι απλή: Μπάτμαν είναι ο νούμερο ένα σταρ, Ρόμπιν είναι ο δεύτερος. Γιατί επικαλούμαστε αυτήν την λεπτομέρεια; Βασικά για να εξηγήσουμε με τον πλέον απλό τρόπο τη φύση του Φιλ Τζάκσον αναφορικά με την αντιμετώπιση των σούπερ-σταρ που υπήρχαν στις ομάδες του.
Ο «Ζεν Μάστερ», λοιπόν, τα είχε πάντοτε καλά με τον Μπάτμαν του εκάστοτε συλλόγου, σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όμως έμπλεκε σε παρεξηγήσεις με τον αντίστοιχο Ρόμπιν. Το πρώτο παράδειγμα που μας έρχεται στο μυαλό είναι το σκηνικό με τον Σκότι Πίπεν που εκτυλίχθηκε στα playoffs του 1994 για τα ημιτελικά της Ανατολικής Περιφέρειας ενάντια στους Νιου Γιορκ Νικς. Με τον αγώνα ισόπαλο ο «Ζεν Μάστερ» αποφάσισε να πάρει το τελευταίο σουτ ο Κούκοτς ύστερα από πάσα στην επαναφορά του Πίπεν. Ο «Ινδιάνος»-θεωρώντας εαυτόν ηγέτη της ομάδας, καθότι ο Τζόρνταν είχε αποσυρθεί-αρνήθηκε να συμμετάσχει στη φάση, έμεινε στον πάγκο και παρόλο που ο «Κούκι» κατάφερε να σκοράρει τελικά, οι Πίπεν και Τζάκσον αντιμετώπισαν για λίγο καιρό μια μικρή ρήξη στις σχέσεις τους.
Ακολούθως, η επόμενη μεγάλη πρόκληση που αντιμετώπισε ο ασπρομάλλης προπονητής ήταν στους Λέικερς της περιόδου 1999-2004, με τη γνωστή βεντέτα ανάμεσα στους Κόμπε Μπράιαντ και Σακίλ Ο’Νιλ, ειδικά από τη σεζόν 2002-2003 και μετά. Ο αείμνηστος Μπράιαντ πραγματοποιώντας μια εκπληκτική χρονιά όπου είχε 30 πόντους μέσο όρο, απαιτούσε να είναι το νούμερο ένα όνομα στην επίθεση των Λέικερς και όταν αυτό δε συνέβαινε βάσει πλάνων από τον γενειοφόρο προπονητή αποφάσιζε να πάρει ο ίδιος την κατάσταση στα χέρια του, λειτουργώντας εκτός συστήματος. Δηλώσεις του ταλαντούχου γκαρντ τύπου «η τριγωνική επίθεση είναι βαρετή και μέσα στο πλαίσιο αυτής δεν αξιοποιείται επαρκώς το ταλέντο μου», όπως ήταν φυσικό εξόργισαν τον «Ζεν Μάστερ» που έφτασε στο σημείο ακόμα και να εξετάζει σενάρια ανταλλαγής του Κόμπε.
Η ολοκληρωτική ρήξη βέβαια επήλθε την ακόλουθη σεζόν όταν ο Μπράιαντ έδειξε με το καλημέρα τις διαθέσεις του, προειδοποιώντας τον Τζάκσον να βάλει… χαλινάρι στο στόμα του «Σακ». Η χρονιά για τους Λέικερς εξελίχθηκε σε σαπουνόπερα και ύστερα από τον διασυρμό τους στους τελικούς από τους Ντιτρόιτ Πίστονς (με σκορ 4-1), ο Σακίλ δόθηκε με αντάλλαγμα στους Χιτ και ο Τζάκσον αποφάσισε να μείνει-για λίγο, όπως αποδείχτηκε-εκτός πάγκων, δυο εξελίξεις που αμφότερες έδειχναν να συνάδουν με τις επιθυμίες του Κόμπε, άσχετα αν ο τελευταίος αρνιόταν την παραμικρή συμμετοχή. Το καρφί του, πάντως, για τον Μπράιαντ, ο κόουτς το πέταξε και μάλιστα σε βιβλίο. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το «The Last Season: A Team in Search of Its Soul», που τιτλοφόρησε ο φιλοσοφημένος Φιλ και στο οποίο αποκαλεί «uncoachable» (πως δε γίνεται δηλαδή κανείς προπονητής να συνυπάρξει μαζί του) τον «Mamba».
Βέβαια, από το 2005 που επέστρεψε στον πάγκο των Λέικερς το νερό είχε κυλήσει στο αυλάκι και οι δυο άντρες είχαν μάθει να συνυπάρχουν. Όχι χωρίς προβλήματα (σ.σ. συχνά ο Τζάκσον καταφερόταν εναντίον του Κόμπε για την ατομιστία του), αλλά τουλάχιστον υπήρχε κατανόηση (σ.σ. επίσης συχνά ο Τζάκσον υποστήριζε τις τραβηγμένες ενέργειες του Κόμπε, κατηγορώντας για ελλιπές ενδιαφέρον τους υπόλοιπους παίκτες). Όσον αφορά στον τελευταίο παίκτη που αντιμετώπισε κάποιο θέμα με τον πολυνίκη προπονητή, αυτός δεν ήταν άλλος από τον Γκασόλ -πάλι τον… Ρόμπιν δηλαδή- που είδε τον «Ζεν Μάστερ» μέχρι και να τον σκουντάει (!) προκειμένου να παίξει καλύτερα. Και σωστή ή λάθος ως μέθοδος, σε αυτήν την περίπτωση τουλάχιστον ο Τζάκσον είχε δίκιο!
Φιλ Τζάκσον ο αντι-εξουσιαστής
Εντάξει, δεν είναι ότι βγήκε και ποτέ στους δρόμους για να διαδηλώσει, όμως η αλήθεια είναι πως τόσο στους Μπουλς όσο και στους Λέικερς ο εμβληματικός τεχνικός ήρθε σε ανοιχτή ρήξη με άλλους παράγοντες.
Χαρακτηριστικότερη όλων έχει μείνει η κόντρα του με τον πάλαι ποτέ τζένεραλ μάνατζερ του Σικάγο, Τζέρι Κράουζε, μια κόντρα η οποία οδήγησε στη διάλυση της αυτοκρατορίας των «Ταύρων» στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας. Τα πρώτα σύννεφα στις σχέσεις τους άρχισαν να γίνονται ορατά στο πρώτο «Three Peat» (1991-1993) του συλλόγου και κορυφώθηκαν στο δεύτερο. Η αιτία; Κατά κάποιους, ο Κράουζε είχε στραβώσει από το γεγονός ότι ο Τζάκσον έπαιρνε όλη τη δόξα για την επιτυχία των Μπουλς, ενώ ο ίδιος έμενε στην αφάνεια. Κατά άλλους πάλι λέγεται πως ο χοντρούλης τζένεραλ μάνατζερ είχε βγάλει το πόρισμα από λόγια τρίτων πως ο κόουτς ήταν διπρόσωπος.
Σε κάθε περίπτωση, η σχέση τους έφτασε ν’ ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί. Κάτι ο γάμος της θετής κόρης του Κράουζε στον οποίο ο πολυνίκης τεχνικός δεν είχε προσκληθεί. Κάτι η δήλωση του πρώτου, ύστερα από την υπογραφή μονοετούς συμβολαίου της ομάδας με τον Τζάκσον (για την περίοδο 1997-1998) πως «ακόμα και αήττητη να πάρει το πρωτάθλημα η ομάδα, στο τέλος της χρονιάς έχεις φύγει», κάτι τα λόγια ανθρώπων που βρίσκονταν κοντά στον τζένεραλ μάνατζερ οι οποίοι κακοχαρακτήριζαν τον Φιλ, ε… δεν ήθελε και πολύ. Εκτός αυτού, ο Κράουζε είχε τη στήριξη του ιδιοκτήτη της ομάδας, Τζέρι Ράινσντορφ, με αποτέλεσμα ο «Ζεν Μάστερ» να έχει απέναντί του ένα διπλό μέτωπο εξουσίας, πράγμα που οδήγησε τελικά στην έξοδό του απ’ την ομάδα ύστερα ακριβώς απ’ την κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1998.
Πολύ-πολύ μικρότερη σε ένταση ήταν η κόντρα του με τον ιδιοκτήτη των Λέικερς, Τζέρι Μπας, όμως και σε αυτήν την περίπτωση ο Φιλ Τζάκσον πάλι δεν απόφυγε τη σύγκρουση. Τα αίτια ωστόσο της κόντρας δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί. Κάποιοι λένε ότι φταίει ο δεσμός που διατηρεί από το 2001 μέχρι τις μέρες μας ο «Ζεν Μάστερ» με την κόρη του Μπας. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως πηγή του κακού είναι η απροκάλυπτη αδυναμία που έδειχνε ο «ισχυρός άντρας» του Λος Άντζελες προς τον Κόμπε. Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως είπαμε, αυτή η κόντρα ουδέποτε άγγιξε φαινόμενα αντίστοιχα με αυτά που βίωσαν οι φίλοι των Μπουλς. Αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι ο προπονητής των τίτλων ουδέποτε είχε αρμονικές σχέσεις με τα «αφεντικά» του. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, πως την ημέρα της αποχώρησής του πέταξε καρφί προς τον Ντέιβιντ Στερν αναφορικά με τα πρόστιμα που του είχαν επιβληθεί, τονίζοντας ότι «τώρα θ’ αναγκαστεί να βρει άλλο “μαύρο πρόβατο”».
Φιλ Τζάκσον ο φιλοσοφημένος συγγραφέας
Στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξη Τύπου που παρέθεσε, ξεκαθάρισε πως «πάντοτε πίστευα ότι θα ήθελα να κάνω και άλλα πράγματα στη ζωή μου πέρα από το να είμαι προπονητής μπάσκετ». Και πράγματι, ο Φιλ Τζάκσον όλα αυτά τα χρόνια που τον γνωρίσαμε δεν υπήρξε ποτέ ένας απλός και συνηθισμένος κόουτς.
Μέγας λάτρης της ανατολίτικης φιλοσοφίας γαρ -εξ ου και το παρατσούκλι «Ζεν Μάστερ»- ο προπονητής των 11 πρωταθλημάτων έχει την τάση να την ψάχνει πάντοτε με θέματα πνευματικού περιεχομένου και κάπως έτσι εξηγείται η μόνιμα ήρεμη προσέγγιση που είχε στη διάρκεια ενός αγώνα (σ.σ. ήταν ίσως ο μοναδικός προπονητής που δεν έπαιρνε τάιμ-άουτ όταν η ομάδα του έχανε το ρυθμό της, επιλέγοντας έτσι να δείξει εμπιστοσύνη προς τους παίκτες του). Πέραν αυτού, ο Τζάκσον έχει να επιδείξει και μια διόλου ευκαταφρόνητη συγγραφική δραστηριότητα, καθώς έχει κυκλοφορήσει επτά βιβλία, ξεκινώντας μάλιστα από την περίοδο που ήταν ακόμα παίκτης των Νιου Γιορκ Νικς. Δεν είναι ν’ απορούμε, λοιπόν, που είναι άσσος στα παιχνίδια μυαλού ή που ως ελεύθερο πνεύμα αποχωρούσε το 1998 από τους Μπουλς καβάλα στην αγαπημένη του Harley.
Φιλ Τζάκσον και ρεκόρ
Πολλά και όλα ενδεικτικά των επιτυχιών του. Για να μη μακρηγορούμε όμως, πάμε στο προκείμενο. Είναι ο προπονητής με τους περισσότερους τίτλους (11) στο NBA και ο άνθρωπος με τους περισσότερους τίτλους (13) μεταξύ αυτών που έχουν αγωνιστεί ή έχουν κοουτσάρει ή και τα δυο μαζί. Επίσης είναι ο προπονητής της ομάδας που πραγματοποίησε το δεύτερο καλύτερο ρεκόρ σε μια σεζόν στην ιστορία του πρωταθλήματος, όταν με τους Σικάγο Μπουλς την περίοδο 1995-1996 σημείωσε 72 νίκες και μόλις 10 ήττες (σ.σ. το πρώτο ανήκει στους Ουόριος με 73-69 τη σεζόν 2015-2016 όταν έχασαν το πρωτάθλημα από τους Καβαλίερς). Επιπλέον έχει οδηγήσει τις ομάδες του σε 13 τελικούς, αποχωρώντας ως θριαμβευτής από τους 11, ενώ είχε θετικό ποσοστό (άνω του 50 % δηλαδή) σε καθεμιά από τις σεζόν που κοουτσάρησε. Επίσης, έχει ψηφιστεί ως ένας από τους 10 κορυφαίους προπονητές στην ιστορία της λίγκας και είχε την ευτυχία στην καριέρα του να επαναλάβει τρεις φορές το λεγόμενο «three-peat»: δυο φορές με τους Σικάγο Μπουλς (1991-1993 και 1996-1998) και μια φορά με τους Λος Άντζελες Λέικερς (2000-2002). Μέχρι σήμερα παραμένει ο μοναδικός που έχει καταφέρει κάτι τέτοιο, αν και το ρεκόρ του Ρεντ Άουερμπαχ με τα 8 συνεχόμενα πρωταθλήματα δεν το απείλησε ποτέ.
Φιλ Τζάκσον και άδοξο παρελθόν
Εδώ, δεν υπάρχει λόγος να επεκταθούμε ιδιαίτερα. Απλά είναι κομματάκι τραγελαφικό το γεγονός πως ο κορυφαίος προπονητής στην ιστορία του NBA, προτού κάτσει στον πάγκο των δυο εκ των τριών κορυφαίων ομάδων στην ιστορία της λίγκας (οι Σέλτικς είναι οι άλλοι), είχε περάσει στη δεκαετία του ’80 από πρωταθλήματα που ουδείς ποτέ ασχολήθηκε σοβαρά μαζί τους. Συγκεκριμένα, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο Φιλ Τζάκσον ανέλαβε χρέη προπονητή σε ομάδες του CBA και του πρωταθλήματος του Πουέρτο Ρίκο και μάλιστα ο άνθρωπος που τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση και τον εμπιστεύτηκε, προσφέροντάς του θέση στον πάγκο των Μπουλς, ήταν αυτός που λίγα χρόνια αργότερα θα εξελισσόταν στο μεγαλύτερο εχθρό του. Ναι, σωστά καταλάβατε: για τον Τζέρι Κράουζε ο λόγος!