Ο Γιούρι Ζντοβτς ήταν ένας πανέξυπνος οργανωτής και συνάμα ένας πραγματικός αμυντικός εξολοθρευτής, που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στα παρκέ της Γηραιάς Ηπείρου.
Τη στιγμή που ο Βράνκοβιτς επαναπροσδιόριζε τη σημασία των σέντερ, το «ξανθό σκυλί» ή «χταπόδι» (σ.σ. παρατσούκλια που τον συντρόφευαν σε όλη του την καριέρα εξαιτίας του δυναμικού του παιχνιδιού και των πολλών κλεψιμάτων που πραγματοποιούσε σε κάθε αγώνα), έθεσε τα θεμέλια για τη δημιουργία μίας νέας «σχολής» στα guard, η οποία «γέννησε» τεράστια ταλέντα.
Ο Σλοβένος point guard, ο οποίος έγινε κομμάτι της μπασκετικής μας καθημερινότητας ως παίκτης των Ηρακλή (1993-1996) και Πανιωνίου (2000-2001), γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 1966, στην περιοχή Slovenske Konjice της Σλοβενίας. Τα παρκέ της ομώνυμης ομάδας της γενέτειρας του αποτέλεσαν, το πλέον ιδανικό «φροντιστήριο» για τον ίδιο προτού ξεκινήσει τη «σταδιοδρομία» του.
Το 1983, όντας μόλις 17 ετών, η ΚΚ Union Olimpija τον έκανε δικό της. Ο Ζντοβτς άρχισε να χτίζει με σταθερά βήματα τη φήμη του με τις «μετοχές» του να ανεβαίνουν γρήγορα στο μπασκετικό χρηματιστήριο αν και αγωνιζόταν σε μία ομάδα που δεν έκανε πρωταθλητισμό. Το στυλ παιχνιδιού του δεν ήταν ελκυστικό για τους φιλάθλους, καθώς απέφευγε τις περίτεχνες ενέργειες. Ήταν όμως ο ιδανικός παίκτης για κάθε προπονητή. Το απόλυτο εργαλείο για όλες τις ειδικές αποστολές. Κάτι παραπάνω από ένας απλός guard ή ένας ρολίστας πολυτελείας. Ουσιαστικός, χωρίς να κάνει κατάχρηση ενεργειών. Με το πέρας της οκταετίας στην Ολύμπια (η φυγή του -όπως τόσων και τόσων παικταράδων από πολλές ομάδες του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος- οφείλεται στο ξέσπασμα του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία), συνέχισε την καριέρα του, για μία μόνο αγωνιστική περίοδο (1991-1992), στη Virtus Bologna.
Το καλοκαίρι του 1992, ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, ως τότε προπονητής της Λιμόζ, επεδίωξε να δημιουργήσει μία ομάδα η οποία θα τάραζε τα «νερά» του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ένας από τους όρους που είχε θέσει στη διοίκηση της γαλλικής ομάδας ήταν η, πάση θυσία, απόκτηση του «χταποδιού», καθώς έβλεπε στον τρόπο παιχνιδιού του τον απόλυτο εκφραστή της στρατηγικής (άμυνα, άμυνα, άμυνα…..και άμυνα) που θα έφερνε τα πάνω κάτω στη μέχρι τότε αντιμετώπιση του αθλήματος από τον εκάστοτε προπονητή (δυστυχώς, τα κατάφερε).
Ζντοβτς, Μάικλ Γιανγκ και Ρισάρ Ντακουρί. Τρεις παίκτες που θα κουβαλούσαν τη Λιμόζ μέχρι το τέλος. Ο Σλοβένος όμως ήταν το τοτέμ του συμπατριώτη του coach. Εδώ βέβαια πρέπει να σημειωθεί πως ο γαλλικός σύλλογος δε βρισκόταν καν ανάμεσα στα φαβορί, όχι μόνο για την κατάκτηση του τροπαίου, αλλά και για την πρόκριση στα playoffs της διοργάνωσης. Ε, και; Σε μία σεζόν που η λογική εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο, οι Γάλλοι αναδείχθηκαν πρωταθλητές Ευρώπης, κατακτώντας παράλληλα και το εγχώριο πρωτάθλημα.
Στο Final-4 του 1993, το οποίο διεξήχθη στο ΣΕΦ και κανένας δε θέλει να το θυμάται (μπάσκετ χαμηλότατου επιπέδου), ο Ζντοβτς παρέδωσε δωρεάν μαθήματα οργάνωσης και άμυνας. Οι παίκτες της Ρεάλ Μαδρίτης (62-52 στον ημιτελικό) δεινοπάθησαν απέναντι στο Σλοβένο «αντιστάρ», ενώ στον Τελικό της διοργάνωσης, η Μπενετόν Τρεβίζο, του τεράστιου Τόνι Κούκοτς (MVP του Final 4), υπέκυψε (59-55) στο μπασκετικό κατενάτσιο του Μάλκοβιτς.
Το «σκυλί» διέλυσε όλα τα επιθετικά συστήματα της ιταλικής ομάδας, μοιράζοντας ταυτόχρονα τρεις τελικές πάσες και σκοράροντας 9 ιδιαίτερα σημαντικούς πόντους, έχοντας το απόλυτο από τη γραμμή της φιλανθρωπίας (6/6).
Ολοκλήρωσε τη σεζόν όντας 11ος στον τομέα των ασίστ (2.7 μέσο όρο) στη διοργάνωση, δικαιώνοντας 100% τον προπονητή του. Μάλιστα, αυτό που έκανε περισσότερο εντύπωση στο παιχνίδι του ήταν το γεγονός πως ακόμη και κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, γινόταν ολοένα και καλύτερος.
Στόχος του ήταν το τέλειο. Βέβαια, ο Σαλβαντόρ Νταλί είχε πει κάποτε «μην έχεις το άγχος της τελειότητας γιατί δεν πρόκειται να τη φθάσεις ποτέ». Δεν ξέρουμε αν ο Σλοβένος guard γνώριζε το συγκεκριμένο απόφθεγμα του μεγάλου Ισπανού ζωγράφου, πάντως έκανε τα πάντα προκειμένου να αποδείξει πως ο δημιουργός της «Εμμονής της Μνήμης» είχε υποπέσει σε ατόπημα.
Με το πέρας της αγωνιστικής περιόδου 1992-1993, οι δρόμοι του Ζντοβτς και της Λιμόζ χώρισαν. Ο Σλοβένος guard ετοίμασε τις αποσκευές του για άλλες πολιτείες. Ελληνικές πολιτείες, με τον Ηρακλή να αποτελεί τον τέταρτο σύλλογο στην καριέρα του. Παρέμεινε κάτοικος Θεσσαλονίκης μέχρι και το 1996.
Εξελίχθηκε -σε χρόνο ρεκόρ- σε ένα από τα αγαπημένα παιδιά της εξέδρας. Σε μία χρονική περίοδο που το ελληνικό πρωτάθλημα (όντας το κορυφαίο της Ευρώπης) φιλοξενούσε τεράστια ονόματα του αθλήματος (Ουίλκινς, Τζόνσον και Τάρπλεϊ τα πιο τρανταχτά), ο Ζντοβτς όχι μόνο διατηρήθηκε στον αφρό, αλλά κατόρθωσε να αφήσει μία για πάντα το στίγμα του. Πραγματική ασπίδα για τους συμπαίκτες του και εκνευριστικό ζιζάνιο για τους αντιπάλους του «Γηραιού», άφησε με το πρώτο τζάμπολ της σεζόν 1993-1994 τις καλύτερες εντυπώσεις.
Έχοντας για συμπαίκτες ορισμένους πολύ σπουδαίους αθλητές όπως οι Τζέιμς Ντόναλντσον (1993-1994), Ουόλτερ Μπέρι (1994-1995), Χαβιέ Μακντάνιελ (1995-1996), το «σκυλί» αποτέλεσε το Α και το Ω της ομάδας. Κόβοντας και ράβοντας τα πάντα στην άμυνα, οδήγησε το σύλλογο της Θεσσαλονίκης δύο φορές στον τελικό του κυπέλλου Ελλάδος (1994 και 1996), απέναντι σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό αντίστοιχα. Και τις δύο όμως φορές, ο Ηρακλής δεν κατέκτησε το τρόπαιο (στον τελικό απέναντι στους «πράσινους» ο Ζντοβτς δεν αγωνίστηκε), αν και στην αναμέτρηση απέναντι στους «ερυθρολεύκους» το 1994 (63-51), ο Σλοβένος ήταν υπέροχος, φορτώνοντας το αντίπαλο καλάθι με 10 πόντους, όντας τέταρτος σκόρερ του παιχνιδιού και δεύτερος της ομάδας του.
Επιπρόσθετα, τη σεζόν 1994-1995 ήταν ο φλεβόκομβος του «Γηραιού» στις τρελές πορείες του σε Ελλάδα και Ευρώπη, καθώς τον οδήγησε τόσο στην τρίτη θέση της Α1 (3-1 τον ΠΑΟΚ στη σειρά των μικρών τελικών) όσο και στα ημιτελικά του κυπέλλου Σαπόρτα (αποκλείστηκε από την Ταουγκρές).
Από εκεί και έπειτα, αγωνίστηκε στην Tofas Bursa (1997-1998, πραγματοποιώντας ένα αστραπιαίο πέρασμα από την Racing Paris), στην KK Union Olimpija (1998-2000), στον Πανιώνιο (2000-2001), ξανά στην KK Union Olimpija (2001-2002, επιστρέφοντας για δεύτερη φορά στην ομάδα της καρδιάς του), αλλά και στις KD Slovan (2002-2003) και KK Split (στις αρχές του 2003), η οποία αποτέλεσε και τον τελευταίο σταθμό στην μεγάλη καριέρα του, κατά την οποία σκόραρε συνολικά 13.245 πόντους.
Ο μπασκετικός του βίος του τού προσέφερε πολλούς τίτλους. Συγκεκριμένα, κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και τρία κύπελλα Σλοβενίας με την KK Union Olimpija, καθώς και το πρωτάθλημα της Αδριατικής Λίγκας, με την ίδια ομάδα.
Η μεγαλύτερη όμως στιγμή, όχι μόνο στην καριέρα αλλά στη ζωή του Ζντοβτς, είχε πολιτικό χαρακτήρα και ήταν άκρως αρνητική και… στενόχωρη. Στις 26 Ιουνίου του 1991, παραμονές της αναμέτρησης της Γιουγκοσλαβίας με τη Γαλλία για τα ημιτελικά του Ευρωμπάσκετ της Ιταλίας (απουσίαζε ο Ντράζεν Πέτροβιτς), ο Ντούσαν Ίβκοβιτς ακούει χτυπήματα στην πόρτα του δωματίου του. Την ανοίγει και βλέπει μπροστά του τον Γιούρι Ζντοφτς να κλαίει με αναφιλητά. Εκείνη τη στιγμή, το «χταπόδι» του ανακοίνωσε πως οι αρχές της Σλοβενίας, η οποία είχε κερδίσει την ανεξαρτησία της από τη Γιουγκοσλαβία την προηγούμενη μέρα, του ζήτησαν -στην πραγματικότητα απαίτησαν- να παρατήσει την αποστολή και να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Η Γιουγκοσλαβία τελικά κατέκτησε άνετα το χρυσό (97-76 τη Γαλλία στον ημιτελικό και 88-73 την Ιταλία στον τελικό), με την απονομή των μεταλλίων το βράδυ της 29ης Ιουνίου του 1991 να μένει χαραγμένη στη μνήμη κάθε φιλάθλου που παρακολούθησε τον αγώνα, αφού ο Ζντοβτς είχε ήδη αποχωρήσει και δεν παρέλαβε το μετάλλιό του.
Βέβαια, η κορυφή της Ευρώπης εκείνη τη χρονιά είναι χαραγμένη με το όνομά του (όπως και το 1989), ενώ αναδείχτηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής το 1990 και ασημένιος Ολυμπιονίκης δύο χρόνια νωρίτερα.
Δοκίμασε όμως τις δυνάμεις του και στην προπονητική, με τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα να είναι άκρως ικανοποιητικά. Κατ’ αρχάς, «έφθασε» με την Εθνική ομάδα της Σλοβενίας στην 4ηθέση στο Ευρωμπάσκετ του 2009 στην Πολωνία (ήττα με 57-56 από την Ελλάδα στον μικρό τελικό) και στην 8η θέση στο Μουντομπάσκετ του 2010 στην Τουρκία, ενώ το 2012 ανακηρύχθηκε κορυφαίος προπονητής του Eurocup, καθώς οδήγησε τη Σπαρτάκ Αγίας Πετρούπολης στις τέσσερις καλύτερες ομάδες της διοργάνωσης. Από εκεί και έπειτα, κατέκτησε δύο πρωταθλήματα (το 2008 με τη Bosna Sarajevo και το 2009 με την ΚΚ Union Olimpija) και τέσσερα κύπελλα (το 2004 με την ΚΚ Split και το 2009, 2010 και 2011 με την ΚΚ Union Olimpija). Επιπρόσθετα, για ένα μικρό διάστημα (2005) έκατσε στον πάγκο του Ηρακλή. Όμως τα προβλήματα που άρχισε να παρουσιάζει η ομάδα τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το σύλλογο στον οποίο λατρεύτηκε -ίσως- περισσότερο και από τους συμπατριώτες του. H AEK (2015-2017) ήταν η δεύτερη ελληνική ομάδα στην οποία διατέλεσε προπονητής ο Ζντοβτς, ο οποίος βρίσκεται από τον περασμένο Μάιο στην τεχνική ηγεσία της γαλλικής Metropolitans 92.