Συνέντευξη στο «sports.ru» είχε παραχωρήσει ο αείμνηστος Ντούσαν Ίβκοβιτς και αξίζει να θυμηθούμε ορισμένα αναλυτικά ορισμένα αποσπάσματα με… ελληνικό ενδιαφέρον:
Τώρα περνάτε τον περισσότερο χρόνο σας στην Ελλάδα. Όταν ήρθατε για πρώτη φορά εκεί, η σύζυγος σας από ότι ξέρω είχε δεχθεί επίθεση από οπαδούς, μετά είχε συμβεί το ίδιο και σε σας … Πώς δεθήκατε με αυτή τη χώρα;
Για πρώτη φορά επισκέφθηκα την Ελλάδα το 1980. Τότε είχα αναλάβει τον Άρη και μετακόμισα εκεί μόνο και μόνο επειδή ο γιος μου είχε αναπνευστικά προβλήματα και οι γιατροί του συνέστησαν να αλλάξει κλίμα. Τότε άρχισα να έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους από τη Ελλάδα.
Η δεύτερη περίοδος είναι η αρχή της δεκαετίας του ’90, όταν διαλύθηκε η μεγάλη Γιουγκοσλαβία και ανέλαβα τον ΠΑΟΚ. Πιστεύω ότι όλα άλλαξαν ουσιαστικά όταν εγώ και ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς είχαμε την ευκαιρία να επηρεάσουμε το ελληνικό μπάσκετ. Προπονούσαμε πολλούς Έλληνες παίκτες που διέπρεψαν στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας. Χάρη σε αυτό, ανέπτυξα πολύ καλές σχέσεις με πολλούς ανθρώπους. Είχα συνεχώς προσφορές από την Ιταλία και την Ισπανία, αλλά αποφάσισα να μείνω στην Ελλάδα. Εργάστηκα εκεί 16 χρόνια. Από εκεί έφυγα μόνο για τη Ρωσία όταν προπονούσα την ΤΣΣΚΑ και την Ντιναμό.
Ο Δημήτρης Ιτούδης μας είπε ότι εσείς τον συστήσατε στον Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Τι ήταν αυτό που διακρίνατε σε αυτόν;
Είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία μαζί του στον ΠΑΟΚ, γίναμε φίλοι. Έμενε ακόμα και στο σπίτι μου κάποιες φορές. Και μου φαίνεται ότι ήταν μια σημαντική στιγμή της καριέρας του όταν είπα στον Ζέλικο: “Δώσε προσοχή σε αυτόν το νεαρό. Είναι πολύ καλός προπονητής, ξέρει αρκετές γλώσσες, είναι πραγματικός ηγέτης. Τώρα έχουμε μια πολύ στενή σχέση. Χαίρομαι που έχει φτάσει στο σημείο να θεωρείται ένας από τους καλύτερους προπονητές της Ευρωλίγκα.
Το πιο σημαντικό πράγμα σε έναν προπονητή είναι ο χαρακτήρας. Πρέπει να είσαι ηγέτης, να είσαι σε θέση να καθοδηγήσεις. Ύστερα πάνε τα άλλα χαρακτηριστικά: η κατανόηση της ψυχολογίας και οτιδήποτε άλλο. Ο Δημήτρης είναι ένα πολύ χαρισματικό και μορφωμένο άτομο, που του αρέσει να εκπαιδεύει παίκτες.
Από την ομάδα της ΤΣΣΚΑ στην αρχή του χτισίματος της ο πιο ενδιαφέρον παίκτης ήταν ο Θεόδωρος Παπαλουκάς. Ήρθε στην ομάδα μαζί με τον Χατζηβρέττα, και με κάποιο τρόπο μετατράπηκε σε MVP. Πώς συνέβη αυτό;
Θα σου πω το μυστικό. Οι Έλληνες παίκτες βοήθησαν πολύ την ΤΣΣΚΑ. Ο Χατζηβρέττας σαν σκόρερ ήταν αρχικά πιο ενδιαφέρον παίκτης. Σκεφτήκαμε κάποια στιγμή να πάρουμε τον Διαμαντίδη όταν έπαιζε στον Ηρακλή, αλλά συμφώνησε με τον Παναθηναϊκό. Τον Παπαλουκά τον έβαζα στο παρκέ ως τον έκτο παίκτη γιατί ήξερε πολύ καλά να διαβάζει το παιχνίδι και να αντιδράει εγκαίρως στις διάφορες καταστάσεις που δημιουργούνταν.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ της ομάδας μου και της ομάδας του Έτορε Μεσίνα; Εμπιστευόμουν πιο πολύ τους Ρώσους παίκτες. Μου πρότειναν να πάρουμε τον Άντονι Πάρκερ, αλλά είπα ότι έχω τον Μόνια και τον Χριάπα. Πώς θα χωρέσει στην ομάδα; Αν και, βέβαια, με αυτήν την κίνηση θα είχαμε αποδυναμώσει τη Μακάμπι.
Τι έκανε ο Μεσίνα με τον Παπαλουκά; Τον έβαλε στη θέση του πλέι-μέικερ μαζί με τον Βάντερπουλ και ταυτόχρονα είχε τον Χόλντεν που πίεζε την μπάλα στην άμυνα και έπαιξε χωρίς την μπάλα στην επίθεση. Έμοιαζε με το σύγχρονο μπάσκετ. Και του βγάζω το καπέλο. Ήταν μια λαμπρή απόφαση.
Το 2012 τελικά καταφέρατε να εκδικηθείτε την ΤΣΣΚΑ για απόλυση σας και να την νικήσετε στον τελικό. Γνωρίζατε πολύ καλά τον Τεόντοσιτς και τον Κρίστιτς;
Για να είμαι ειλικρινής, η ΤΣΣΚΑ με τον Αντρέι Κιριλένκο στη σύνθεση της, ο οποίος επέστρεψε από το ΝΒΑ, είναι η πιο κυρίαρχη ομάδα σε όλη την ιστορία της Ευρωλίγκας. Τουλάχιστον όσο βρισκόμουν εγώ στη διοργάνωση. Ίσως η Ρεάλ Μαδρίτης στη δεκαετία του ’60 με τους Scherbyak, Brabender και τους άλλους ήταν καλύτερο. Αλλά τότε δεν δούλευα ως προπονητής.
Δεν υπήρχε κανένα μυστήριο σε αυτόν τον αγώνα. Στην ανάπαυλα όταν η ΤΣΣΚΑ είχε μεγάλο προβάδισμα στο σκορ, προσπάθησα να αφυπνίσω τους νέους παίκτες, έκανα πλύση εγκεφάλου στον Σπανούλη, αν και οι επικριτές μου λένε συνέχεια ότι δεν πρέπει να φωνάζεις σε κανέναν. Επίσης πρέπει πάντα να πιστεύετε μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Είναι σαφές ότι ήμασταν πολύ τυχεροί: εάν παίζαμε 100 ματς, θα κερδίζαμε μόνο τρία ή τέσσερα από αυτά. Αλλά συνέβη. Έφτασε ακόμη και στο σημείο ότι έχασε δύο βολές ο Σισκάουσκας. Έτσι είναι το μπάσκετ”.