Είναι ο μοναδικός Βραζιλιάνος μπασκετμπολίστας εκτός του αξεπέραστου Οσκάρ Σμιντ του οποίου το όνομα έγινε ευρέως γνωστό. Μικρός, ο νυν μέντορας προπονητής πλέον των Ουόριορς, βοηθούσε την πάμφτωχη οικογένειά του πουλώντας φρούτα και λαχανικά στην πόλη όπου γεννήθηκε, το Σάο Πάολο, με τίμημα να χάνει συχνά πυκνά ώρες από το σχολείο.
Σε μια χώρα όπου το ποδόσφαιρο λατρεύεται σαν θρησκεία, η λογική έλεγε ότι ο Λεάντρο Μπαρμπόσα (28/11/1982, 1.91μ.) θα κατέληγε σε κάποια από τις αμέτρητες αλάνες να κλωτσάει μια ασπρόμαυρη μπάλα. Η μοίρα ωστόσο ή για την ακρίβεια το… ύψος του επιφύλασσε γι’ αυτόν άλλα σχέδια.
Όντας το ψηλότερο (1.94μ.) από τα πέντε αδέρφια της οικογένειας, ο μικρός Λεάντρο βρήκε το δρόμο της επαγγελίας στο μπάσκετ, παρακινούμενος από τον μεγαλύτερο αδερφό του, Αρτούρο, ο οποίος όντας 21 χρόνια μεγαλύτερος διέκρινε το ταλέντο του πιτσιρικά, που στα 17 του υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό του συμβόλαιο στην Παλμέιρας. Η αγωνιστική του παρουσία στη δεύτερη κατηγορία του βραζιλιάνικου μπάσκετ αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο για τη μετέπειτα πορεία του Μπαρμπόσα, που γρήγορα πέρασε το κατώφλι των μικρών εθνικών ομάδων ξεχωρίζοντας για το μακρινό του σουτ, την εξαιρετική αντίληψη του γηπέδου και φυσικά την ταχύτητά του, που αργότερα του χάρισε το προσωνύμιο «η βραζιλιάνικη αστραπή» για το γεγονός ότι γίνεται δυσδιάκριτος (για να μην πούμε αόρατος) όταν τρέχει.
Η βελτίωσή του αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο. Άραγε υπήρξε κάποιο μυστικό; Αν δεχθούμε την ομολογία του ίδιου, μια πολύ «ιδιαίτερη» διατροφική συνήθεια ήταν ο λόγος που τον μεταμόρφωσε σε μπασκετμπολίστα υψηλού επιπέδου. Ο Μπαρμπόσα, λοιπόν, φέρεται να κατανάλωνε πολύ συχνά «γενναίες» ποσότητες από φασόλια με… ωμό συκώτι, ένας αν μη τι άλλος περίεργος συνδυασμός που έχει τις ρίζες του σε βραζιλιάνικες παραδόσεις! Είτε ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας, είτε αληθεύει, η ιστορία έδειξε ότι ο πρωταθλητής του ΝΒΑ με τους Ουόριορς το 2015 ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Αρχής γενομένης από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ιντιανάπολις το 2002 όπου σε ηλικία 19 ετών έδειξε για πρώτη φορά δείγματα των ικανοτήτων του, ο δρόμος προς την καταξίωση ήταν ορθάνοιχτος. Τη σεζόν 2002-03 κάνει… όργια στο βραζιλάνικο πρωτάθλημα έχοντας κατά μέσο όρο 28.2 πόντους, 7 ασίστ και 4 ριμπάουντ και τερματίζει δεύτερος σκόρερ πίσω από τον θρυλικό Οσκάρ Σμιντ. Έτσι, έχοντας μόλις τέσσερα χρόνια επαγγελματικής πορείας, περνά τις πύλες του ΝΒΑ, έχοντας επιλεχθεί στον πρώτο γύρο (Νο 28) του ντραφτ (2003) από τους Σπερς και καταλήγοντας στους Suns.
Η παρθενική του χρονιά (2003-04) μόνο άσχημη δεν ήταν, καθώς σε 70 αγώνες με μ.ό. 21.2 λεπτά συμμετοχής, μέτρησε 7.9 πόντους, 1.7 ριμπάουντ και 2.4 ασίστ. Μάλιστα από τα μέσα περίπου της σεζόν καθιερώθηκε στη βασική πεντάδα της ομάδας του Φίνιξ, που δύο χρόνια μετά του ανανέωσαν το συμβόλαιο για μια πενταετία έναντι 33 εκατομμυρίων δολαρίων.
Και πολύ καλά έκαναν όπως αποδείχθηκε, αφού το 2006-07 ο Μπαρμπόσα ανεβάζει στροφές και κατακτά δικαίως το βραβείο του Καλύτερου Έκτου Παίκτη, σκοράροντας 18.1 πόντους ανά αγώνα. Μολονότι η πενταετία δε συμπληρώθηκε, αφού το 2010 μετακόμισε στο Τορόντο, η μοίρα έμελλε να τον ευλογήσει με ένα δαχτυλίδι πρωταθλητή το 2015, έχοντας προηγουμένως φορέσει τη φανέλα των Φλαμέγκο (Βραζιλία), Πέισερς, Σέλτικς, Pinheiros (Βραζιλία) και ξανά Σανς, όπου επέστρεψε για τρίτη φορά το καλοκαίρι του 2016, λίγο πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο.