Ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης έλαβε μέρος σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με την πνευματική υγεία στα σπορ μαζί με τους Τζέισον Γκρέιντζερ (παίκτης Μπασκόνια), Μαουρίτσιο Γκεραρντίνι (GM Φενέρμπαχτσε) και Αλεξάνταρ Ντζίκιτς (προπονητής), ενώ μίλησε και για τα δικά του δύσκολα χρονικά διαστήματα.

«Μπορώ να καταλάβω το άγχος, ειδικά όταν παίζεις σε ομάδες που παλεύουν για τίτλους και περιμένουν μια πολύ καλή επίδοση από εσένα. Όταν μεγαλώνεις όμως αυτό μετατρέπεται σε κάτι άλλο, όπως δυσκολία στον ύπνο ή επιθετικότητα. Σε ηλικία 18 ετών έφυγα από την Ελλάδα με μεταγραφή για ομάδα της Ιταλίας (σ.σ. Καντού). Ήμουν ο καλύτερα αμειβόμενος παίκτης της ομάδας. Και δεν περιμένουν από σένα να είσαι σαν παιδί. Περιμένουν να μπεις και να πάρεις παιχνίδια. Θα σου πουν “okay, δεν είναι τόσο κακό, έχασες ένα σουτ, αλλά είσαι 17 ετών”. Το χειρότερο πράγμα είναι πως αν είσαι ικανός, μπορείς να παίξεις και να τραβήξεις την προσοχή, σε αγαπούν ή σε μισούν. Όταν σε αγαπούν, όλα είναι καλά, αλλά όταν σε μισούν, δεν υπάρχει κανείς σ’ αυτή την ηλικία που μπορεί να το διαχειριστεί. Οι ομάδες συνηθίζουν να έχουν παίκτες που φέρονται ως ψυχολόγοι στην ομάδα. Η Μακάμπι είχε τον Βούισιτς, ο Παναθηναϊκός τον Αλβέρτη, ο Ολυμπιακός τον Παπαλουκά. Έτσι μεγάλωσα. Αν είχα ένα πρόβλημα, με πλησίαζαν, με μιλούσαν, μου ρωτούσαν πώς είμαι» επισήμανε αρχικά ο «Big Sofo».

Ο πρώην διεθνής σέντερ μίλησε και για την περίοδο που αγωνιζόταν στην Μακάμπι: «Όταν γεννήθηκε η κόρη μου, το 2014, κερδίσαμε την Euroleague. Αλλά θυμάμαι να γυρίζω σπίτι μετά από παιχνίδια και επειδή δεν ήθελα να ξεσπάσω στους δικούς μου ανθρώπους Κλειδωνόμουν σ’ ένα δωμάτιο μετά από μία σκληρή ήττα. Πρέπει να προσέχουμε τους εαυτούς μας, τις οικογένειές μας, να τις βάζουμε σε προτεραιότητα. Το χειρότερο είναι ότι κάποιοι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Το 2014 ήταν περίεργο. Η ομάδα ήταν σε εξαιρετική κατάσταση, όλοι ήμασταν καλά, έπαιζα πολύ καλά, αλλά είχα προβλήματα. Με τον ύπνο μου, με τη διαχείριση της σεζόν. Επέλεξα τότε έναν πολύ άσχημο τρόπο να το χειριστώ. Κλείστηκα στον εαυτό μου. Αυτό ξεκίνησε στην Ελλάδα και μεγάλωσε στο Ισραήλ. Όσο καλύτερα έπαιζα, τόσο περισσότερα μάτια ήταν πάνω μου. Όταν είσαι στο παρκέ, όλα τα μάτια είναι πάνω σου, αλλά για μένα ήταν σαν ένα ασφαλές σημείο. Κάποιες φορές, μπροστά σε πολύ κόσμο, δεν ήθελα να συνεχίσω. Υπάρχει πάντα μία χρονιά που είναι τόσο κακή, αλλά τελικά κερδίζεις έναν τίτλο και καταλαβαίνεις ότι όλο αυτό άξιζε. Ήμουν χαρούμενος για τον τίτλο, αλλά μπορούσα να χειριστώ κάπως διαφορετικά όλα τα υπόλοιπα, αν ήξερα όσα ξέρω τώρα».

Σχετικά άρθρα