Στις αρχές της προπερασμένης δεκαετίας, ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης αποτελούσε τεράστιο κεφάλαιο για το ελληνικό μπάσκετ και μακράν το μεγαλύτερο πρότζεκτ εκείνης της εποχής.
Τα χρόνια πέρασαν και ο διεθνής Έλληνας σέντερ δεν κατάφερε ποτέ να δικαιώσει τις υψηλές προσδοκίες που είχε δημιουργήσει με το ταλέντο και την εντυπωσιακή σωματοδομή του. Έκανε κάποια εντυπωσιακά “ξεσπάσματα”, όμως λίγες ήταν οι φορές που έφτασε στα επίπεδα που μπορούσε και έπρεπε να βρίσκεται. Οι “κακές συνήθειες” στέρησαν από την Ελλάδα ένα αστέρι του παγκοσμίου μπάσκετ και από τον ίδιο μια λαμπερή καριέρα στον κόσμο όπου άνηκε: σε αυτόν του ΝΒΑ!
Ο Ολυμπιακός τον είχε ως σημείο αναφοράς για πολλά χρόνια και ο εκρηκτικός σέντερ πρόσφερε πολλά. Πάρα πολλά θα λέγαμε. Τα οποία, ωστόσο, ήταν σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στις πραγματικές του δυνατότητες. Ακολούθησε η Μακάμπι Τελ Αβίβ και ο Παναθηναϊκός, όπου ξεκινούσε εντυπωσιακά, αλλά δεν είχε διάρκεια, για να επιστρέψει στη Μακάμπι. Σιγά-σιγά άρχισε η κατακόρυφη πτώση με τη μικρή, αποτυχημένη θητεία του στον Ερυθρό Αστέρα, την παρουσία του με εξαιρετικές, αλλά και μέτριες στιγμές στον ΠΑΟΚ και εν τέλει… Απόλλωνας Πάτρας, Τρίκαλα και Ιωνικός Νίκαιας.
To Basketworld.net κάνει αναδρομή στην καριέρα του Σοφοκλή Σχορτσανίτη και σας παραθέτει τους σταθμούς της διαδρομής του, καθώς και γεγονότα που τον “σημάδεψαν” και δεν του επέτρεψαν να βρει την… Ιθάκη που του άξιζε.
Τα πρώτα βήματα και ο… Σακίλ
Από τα εφηβικά του χρόνια ο ντόρος που γινόταν ήταν ανεξέλεγκτος και όχι άδικα, καθώς τα προσόντα του γεννημένου στο Καμερούν, Έλληνα, σέντερ προκαλούσαν… τρόμο τόσο στα παιδιά της ηλικίας του, όσο και στους άντρες.
Το 1997 έπιασε για πρώτη φορά μπάλα στα χέρια του και το 2000 άφησε τον Ηρακλή Καβάλας, για έναν άλλον Ηρακλή, αυτόν της Θεσσαλονίκης. Ο “Γηραιός” στα πλαίσια του τότε παιδομαζώματός του απέκτησε τον θηριώδη Καβαλιώτη, ο οποίος έδειχνε απο μικρός τις τάσεις του να αφήσει εποχή. Δεν ήταν απλά ένα κορμί με τρομακτική σωματοδομή. Ήξερε πώς να το εκμεταλλεύεται, κι αυτό τον έκανε ελκυστικό.
Από μικρός πήρε τις πρώτες του ευκαιρίες στην αντρική ομάδα του Ηρακλή, ενώ το 2003 οι Λος Άντζελες Κλίπερς τον επέλεξαν στο νούμερο 34 του ντραφτ, όπου είχαν κλέψει την παράσταση τα ονόματα του ΛεΜπρόν Τζέιμς, του Ντουέιν Ουέιντ, του Καρμέλο Άντονι και του Κρις Μπος.
Οι Αμερικανοί τον έβαλαν στο “μικροσκόπιό” τους και άρχισαν τον συγκρίνουν με τον κορυφαίο σέντερ του καιρού εκείνου, Σακίλ Ο’ Νιλ. Το προσωνύμιο “Baby-Shaq” άρχισε να συνοδεύει παντού τον Έλληνα σέντερ και ο Γιάννης Ιωαννίδης δεν άργησε να ξεχωρίσει το ταλέντο του και του έδωσε την ευκαιρία να φορέσει από μικρός στην Εθνική ομάδα των Ανδρών.
Η παρακμή και η “αναγέννηση”
Ωστόσο, αντί για απογείωση, κάποια στιγμή άρχισε να υπάρχει στασιμότητα, με την αποχώρησή του από τον Ηρακλή να τον φέρνει στην ιταλική Καντού, πριν επιστρέψει στην Ελλάδα για χατίρι του Άρη. Κάποια παιχνίδια του κατάφεραν να ξεσηκώσουν το απαιτητικό κοινό του “αυτοκράτορα”, όμως το βάρος του είχε αρχίσει να ξεφεύγει, σταθερότητα στην απόδοσή του δεν υπήρχε και το τέλος ήταν άδοξο.
Εκείνο το καλοκαίρι (2004), ο Μάνος Μανουσέλης είχε αποφασίσει να τον “κόψει” από την εθνική νέων ανδρών και η ιστορία τον δικαίωσε, καθώς κατέκτησε τη δεύτερη θέση στο παγκόσμιο πρωτάθλημα, πίσω από την Λιθουανία του μετέπειτα συμπαίκτη του, Ρεϊνάλντας Σεϊμπούτις.
Η καριέρα του “Big-Sofo” είχε αρχίσει να παίρνει την κατιούσα. Μέχρι που εμφανίστηκε ο… Ολυμπιακός για να αλλάξει τη ζωή του ταλαντούχου παίκτη. Οι Αγγελόπουλοι τον πίστευαν πολύ και έκαναν υπομονή με τα κιλά του. Ο Σχορτσανίτης μπήκε σε ειδικό πρόγραμμα στου Ρέντη, στη συνέχεια ενσωματώθηκε στην υπόλοιπη ομάδα και “μεταμορφώθηκε”.
Επιτέλους ο Σοφοκλής είχε γίνει… κανονικός αθλητής. Και γι’ αυτό ευθυνόταν ο ίδιος και η σκληρή δουλειά του. Ο Γιόνας Καζλάουσκας τον πίστεψε όσο κανένας και τον έχρισε ηγέτη της ομάδας. Ο ίδιος ανταποκρίθηκε εξαιρετικά και οι εμφανίσεις του αναστάτωσαν όλη την Ευρώπη, κάνοντάς τον αγαπημένο της “ερυθρόλευκης” κερκίδας.
Ο νεανικός Ολυμπιακός άγγιξε την είσοδο στο Φάιναλ Φορ και ο “Baby Shaq” άφησε υποσχέσεις για ακόμα μεγαλύτερα πράγματα. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης εκτίμησε τη ραγδαία του εξέλιξη, τον πήρε στο Μουντομπάσκετ της Ιαπωνίας και το μεγάλο μπαμ έγινε στο μυθικό ματς με τις ΗΠΑ, όπου με “ηθικό αυτουργό” τον στρατηγό, Θοδωρή Παπαλουκά, “ταΐστηκε” εξαιρετικά και διέλυσε σαν οδοστρωτήρας την φροντ λάιν του Μάικ Σιζέφσκι. Ο πήχης απ’ όλο τον μπασκετικό κόσμο ανέβηκε στα ύψη και όλοι περίμεναν τον Σχορτσανίτη πρωταγωνιστή στον μεγάλο Ολυμπιακό που προσπαθούσε να δημιουργήσει ο Πίνι Γκέρσον!
Πίνι και μαύρα σύννεφα
Η αποχώρηση του Γιόνας Καζλάουσκας το 2006, έφερε στο λιμάνι τον πρώην προπονητή της Μακάμπι, Πίνι Γκέρσον. Ένα μεγάλο όνομα που αύξησε περισσότερο τις προσδοκίες, αν συνυπολογίσουμε την “βόμβα” με τον Άρβιντας Ματσιγιάουσκας, καθώς και τις λαμπερές προσθήκες των Άλεξ Άκερ, Χένρι Ντόμερκαντ, Σκούνι Πεν.
Ωστόσο, πάλι υπήρξε ένα “αλλά” και είχε να κάνει με τα αυξημένα κιλά του. Στην πρεμιέρα με την Τάου κατάφερε να ισοπεδώσει τον Λουίς Σκόλα, όμως ήταν εμφανές πως είχε “στρογγυλέψει”, γεγονός που του αφαιρούσε πόντους. Ο Γκέρσον άρχισε σιγά-σιγά να τον “παραγκωνίζει”, αναβαθμίζοντας συνεχώς τον Γιάννη Μπουρούση.
Έτσι, εξελίχθηκε σχεδόν όλη η χρονιά και τα “μαύρα σύννεφα” στον ουρανό του ταλαντούχου παίκτη άρχισαν και πάλι να εμφανίζονται, καθώς συν τοις άλλοις ο “Πίνχας” είχε κι άλλου είδους… παράπονα, ιδίως από την εξωγηπεδική ζωή του παίκτη του. Η χρονιά βγήκε και η επόμενη ήταν ακόμα πιο δύσκολη. Η θέση του στην ομάδα άλλαξε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πέφτει “ψυχολογικά” και να αυξάνει το βάρος του.
Ο Ισραηλινός προπονητής του Ολυμπιακού γέμισε με πολλές λύσεις κοντά στο καλάθι, φέρνοντας τους πρώην ΝΒΑers, Ιάκωβο Τσακαλίδη και Μαρκ Τζάκσον. Ο ρόλος του συνεχώς περιοριζόταν και κάποιες φορές παρακολουθούσε ολόκληρα παιχνίδια από τον πάγκο. Η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας από τον Παναγιώτη Γιαννάκη του έδωσε ελπίδα και άφησε υποσχέσεις για τη νέα σεζόν, όπερ και εγένετο.
Γιαννάκης, ελπίδα και νέα σελίδα
Η διοίκηση εκτόξευσε το μπάτζετ στα ύψη και έφερε μεταξύ άλλων τον Θοδωρή Παπαλουκα, τον Νίκολα Βούσιτς και φυσικά τον Τζος Τσίλντες. Στη διετία του στον Πειραιά ο Κροάτης ήταν επηρεασμένος από τους τραυματισμούς του παρελθόντος και ο Σχορτσανίτης “μοιραζόταν” τη θέση του σέντερ, μαζί με τον Γιάννη Μπουρούση.
Οι εμφανίσεις του δεν “έβγαζαν μάτια”, όμως είχαν μια συνέπεια. Ήταν ένα σημείο αναφοράς κοντά στο καλάθι και ο Παναγιώτης Γιαννάκης έβρισκε τον τρόπο να εκμεταλλεύεται την εντυπωσιακή του επαφή με το καλάθι. Παράλληλα, η έλευση του Γιόνας Καζλάουσκας στην τεχνική ηγεσία της Εθνικής μας ομάδας, σήμανε και την επιστροφή του “θηρίου”.
Σε ένα αποδεκατισμένο ρόστερ, με τεράστιες απουσίες, ο Βασίλης Σπανούλης βρήκε στο πρόσωπο του Σχορτσανίτη τον ιδανικό “συνεργό” και η Ελλάδα ξεπέρασε κάθε προσδοκία, κατακτώντας το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 2009. Ο “Σόφο” ήταν απολαυστικός σε όλη τη διοργάνωση. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2010 ο “δράκος” κούνησε μαντήλι και ο Ντούσαν Ίβκοβιτς δεν κράτησε στο ρόστερ του τον Σοφοκλή.
Η Μακάμπι πρόσφερε “στέγη” στον απαξιωμένο, Έλληνα σέντερ, ο οποίος είχε ακόμα πολλά να δώσει και το απέδειξε έμπρακτα. Οι εμφανίσεις του στην “ομάδα του λαού” ήταν καταπληκτικές. Αποτέλεσε τον καλύτερο σέντερ στην Ευρωλίγκα για τη σεζόν 2010-2011 και έφτασε μέχρι τον τελικό της διοργάνωσης, όπου έχασε το τρόπαιο από τον Παναθηναϊκό.
Η δεύτερη χρονιά του στο Ισραήλ δεν ήταν το ίδιο εντυπωσιακή. Λίγο νωρίτερα είχε γίνει σύζυγος και πατέρας, κι έτσι το καλοκαίρι του 2012 πήρε τη μεγάλη απόφαση να επαναπατριστεί για χατίρι του Παναθηναϊκού. Μια κίνηση που σχολιάστηκε δυσμενώς και από αγαπημένο της κερκίδας του Ολυμπιακού, τον μετέτρεψαν σε… κόκκινο πανί.
Στον αντίποδα, η πλειονότητα των “πράσινων οπαδών” ξέχασε τις… σακούλες του Σκλαβενίτη και υποδέχτηκε με θέρμη των διεθνή παίκτη. Το ξεκίνημά του ήταν φοβερό και γέμισε με χαμόγελα τον Αργύρη Πεδουλάκη που τον έφερε. Όμως, η “κοιλιά” στην απόδοσή του δεν άργησε να έρθει και η χρονιά ολοκληρώθηκε με ουκ ολίγα σκαμπανεβάσματα. Βέβαια, βοήθησε αρκετά στην κατάκτηση του νταμπλ στην Ελλάδα.
Η “Γη της Επαγγελίας” άνοιξε ξανά τις πύλες της για να υποδεχτεί τον Σχορτσανίτη, ο οποίος υπέγραψε νέο τριετές συμβόλαιο με τη Μακάμπι Τελ Αβίβ. Χωρίς αυτή την φορά να είναι ο ηγέτης, κατέκτησε πέρυσι την Ευρωλίγκα. Το φετινό καλοκαίρι ένα πρόβλημα υγείας λίγο έλειψε να του “κόψει” το μπάσκετ, όμως το… μικρόβιο δεν φεύγει. Ο “Big Sofo” δεν εγκατέλειψε την μάχη και επανήλθε.
Παλεύοντας να ξανακερδίσει τη θέση του, έχοντας ως χάντικαπ τα ουκ ολίγα παραπανίσια κιλά του. Οι σχέσεις του με την ομάδα και τους συμπαίκτες του στη Μακάμπι δεν ήταν και οι καλύτερες και αποχώρησε.
Το ξεκίνημα της σεζόν 2015-2016 τον βρήκε στη Σερβία και στον Ερυθρό Αστέρα, όπου δυστυχώς δεν μπόρεσε να στεριώσει και πέρασε τη χρονιά στον ΠΑΟΚ, όπου σε πολλά παιχνίδια “έβγαλε μάτια”, υπενθυμίζοντας την κλάση του. Έναν χρόνο μετά δεν κατάφερε να βρει κάποια ομάδα, μέχρι που τελικά ήρθε σε συμφωνία με τον Απόλλωνα Πατρών. Ωστόσο, δεν κατάφερε να παίξει στο ιστορικό σωματείο, λόγω του σοβαρού του τραυματισμού. Η ατυχία του χτύπησε την πόρτα και έμεινε για μήνες έξω. Κάποιοι θεώρησαν ότι θα κόψει το μπάσκετ, όχι όμως και ο μάνατζέρ του όλα αυτά τα χρόνια, Παναγιώτης Καπάζογλου, ο οποίος έστειλε μήνυμα στήριξης στον Σοφοκλή… Η (σύντομη) παρουσία του στα Τρίκαλα το 2018 προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, η ουσία ωστόσο είναι πως ούτε αυτή στέφθηκε με επιτυχία…
Το όνειρο που έμεινε στη μέση
“Ακτινογραφώντας” την καριέρα του Σοφοκλή Σχορτσανίτη διαπιστώνουμε τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του. Η πρόωρη δόξα τον αποσυντόνιζε και τον έκανε να εκτροχιάζεται από το μονοπάτι της επιτυχίας. Όσες φορές είχε έναν καλό “καθοδηγητή”, που του έδειχνε ενδιαφέρον και υπομονή (Καζλάουσκας, Μπλατ, Γιαννάκη), έβγαζε τον καλό του εαυτό. Και πολλές φορές έκανε θραύση.
Το “πάντρεμά” του με τον ιδιόρρυθμο Γκέρσον ήταν ανέφικτο, γι’ αυτό και έφερε αρνητικές συνέπειες, ενώ ο ακόμα πιο απόλυτος Ντούσαν Ίβκοβιτς δεν θέλησε καν να δοκιμάσει την συνύπαρξη τους. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πως ο Σχορτσανίτης αποτελεί ένα σημαντικό μέγεθος στο ευρωπαϊκό μπάσκετ την τελευταία δεκαετία (και βάλε), χωρίς ωστόσο να καταφέρει να φτάσει ποτέ στο πικ του και την εκπλήρωση του ονείρου του ΝΒΑ. Ωστόσο, με το πάθος, τη δύναμη και τον τρόπο που έχει να τραβάει τα φώτα, αγαπήθηκε όσο λίγοι.
Κάποιες φορές μισήθηκε κιόλας. Αλλά κι αυτό είναι μέρος του παιχνιδιού. Αυτό που μας κάνει να μελαγχολούμε είναι το ότι δεν αξιωθήκαμε να τον θαυμάσουμε στον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ, όπου ήταν προορισμένος να πάει, αλλά η αυτοκαταστροφικότητά του δεν του επέτρεψε να αλλάξει επίπεδο στον εαυτό του, αλλά και στο ελληνικό μπάσκετ, που θα είχε αποκτήσει νωρίτερα τον… Αντετοκούνμπο του. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Ο Γιάννης φροντίζει να παίζει και για τον “Σόφο”!