Έντονα επικριτικό ήταν το άρθρο της εφημερίδας «SportDay» σχετικά με το γηπεδικό ζήτημα του Παναθηναϊκού και τη Διπλή Ανάπλαση, αναδεικνύοντας σοβαρές αντιρρήσεις και προβληματισμούς γύρω από τους χειρισμούς της διοίκησης του Ερασιτέχνη.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ του Δήμου Αθηναίων και του Παναθηναϊκού Α.Ο. παρουσιάζει σημαντικές απώλειες για το σωματείο. Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για απώλεια περίπου 2.000 τετραγωνικών μέτρων αθλητικών εγκαταστάσεων, με συνέπεια ο Ερασιτέχνης να παραλάβει μικρότερες υποδομές σε σύγκριση με όσα είχαν αρχικά συμφωνηθεί. Ενδεικτικά αναφέρονται ελλείψεις σε κολυμβητήριο, αποδυτήρια, τουαλέτες και άλλες ζωτικής σημασίας υποδομές.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στην ακύρωση της κατασκευής ανοικτής ολυμπιακών διαστάσεων πισίνας, η οποία είχε συμπεριληφθεί στον αρχικό σχεδιασμό. Αντί αυτής, προβλέπεται πλέον η δημιουργία μικρής αίθουσας ποδοσφαίρου σάλας, γεγονός που αποδίδεται είτε σε λάθος, είτε σε σκόπιμη επιλογή, χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστική ενημέρωση των μελών του συλλόγου.
Η «SportDay» προχώρησε και σε προσωπικές αιχμές κατά του Αντώνη Μαλακατέ και του διαδόχου του, Γιάννη Βρανόπουλου, ενώ έβαλε στο κάδρο και τον Γιάννη Αλαφούζο, κατηγορώντας τους για «απόλυτο έλεγχο» και «ανοχή» σε αποφάσεις εις βάρος του Παναθηναϊκού.
Παράλληλα, καυτηριάστηκε η στάση της διοίκησης απέναντι στα αιτήματα μελών για σύγκληση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης, μέσω της οποίας θα μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση η συμφωνία. Σύμφωνα με το άρθρο, τα αιτήματα αυτά απορρίφθηκαν σκόπιμα, σε μια προσπάθεια «φίμωσης» των διαφωνούντων.
Σε νομικό επίπεδο, η «SportDay» κάνει λόγο για καταγγελίες περί «κακουργηματικής απιστίας» και παρατυπιών στη διαδικασία υπογραφής της σύμβασης, επισημαίνοντας ότι κάθε ουσιώδης αλλαγή στη συμφωνία απαιτούσε εκ νέου έγκριση από τα μέλη του σωματείου μέσω Γενικής Συνέλευσης – διαδικασία που, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ουδέποτε ακολουθήθηκε.
Το άρθρο ολοκληρώνεται με έκκληση για αυστηρό έλεγχο τόσο της υλοποίησης των έργων όσο και της τήρησης της σύμβασης, υπογραμμίζοντας πως το ζήτημα δεν αφορά απλό πλημμέλημα, αλλά αγγίζει τα όρια της «κακουργηματικής απιστίας».