«Έτσι είναι το μπάσκετ και ο αθλητισμός. Μπορεί ένας λαός να ονειρεύεται και να μην έρχονται τα πράγματα όπως θες» τόνισε (πολύ σωστά) στις δηλώσεις του μετά τον αποκλεισμό από τη συνέχεια του Ευρωμπάκετ ο Βαγγέλης Λιόλιος.

Νωρίτερα, στα τέλη Ιουνίου είχε πει για τον Ιτούδη πως «είναι ο άνθρωπος που μπορεί να μας ενώσει όλους, παίκτες, φιλάθλους και να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά η Εθνική ομάδα, όπως της αρμόζει». Και πάλι πολύ σωστά, αφού ο Έλληνας τεχνικός είναι εγνωσμένης αξίας στη συντριπτική πλειοψηφία αποδεκτός, κάτι που φάνηκε από τα πρώτα κιόλας παιχνίδια στα οποία κάθισε στον πάγκο της «γαλανόλευκης».

Όμως το τριετές πλάνο που ανακοινώθηκε στο πλαίσιο της αναδόμησης της Εθνικής Ανδρών δεν είχε καλό ξεκίνημα. Αυτή είναι η αντικειμενική αλήθεια. Στο πρώτο (άντε δεύτερο αν θέλετε με αυτό εναντίον της Τσεχίας) κρίσιμο, δύσκολο, χωρίς αύριο (όπως θέλετε πείτε το) παιχνίδι, η «επίσημη αγαπημένη» παρουσιάστηκε ανέτοιμη κυρίως σε πνευματικό επίπεδο. Η αποβολή του Γιάννη λίγο πριν από τη λήξη ήταν τρανή απόδειξη ότι δεν υπήρχε η απαιτούμενη συγκέντρωση.

Όταν δέχεσαι καταιγισμό τριπόντων στο α’ ημίχρονο και παρ’ όλα αυτά καταφέρνεις να προηγείσαι με 4 πόντους το μομέντουμ δείχνει πως θα μπεις στο γ’ δεκάλεπτο με το πόδι στο… γκάζι. Έχεις καταφέρει να ανατρέψεις μια μεγάλη εις βάρος σου διαφορά και μπαίνεις μετά το «διάλειμμα» για να ολοκληρώσεις την αντεπίθεσή σου. Μπαίνεις για δείξεις ότι είσαι «die hard» κι ας βλέπουν οι αντίπαλοί σου το καλάθι σου σαν… βαρέλι (και από τη δική σου κακή άμυνα). Κι όμως, αυτοί που μπήκαν… σεληνιασμένοι (ξανά) στο παρκέ ήταν οι Γερμανοί.

Θα πει κανείς «γιατί να γκρινιάζουμε; Μήπως η Σερβία, ή η Σλοβενία προκρίθηκαν στα ημιτελικά;». Ή «χαίρε βάθος αμέτρητο στα τρίποντα οι Γερμανοί» (να θυμίσω απλά ότι το 2006 γεννούσαν και τα κοκόρια μας στον ιστορικό ημιτελικό με τους Αμερικανούς). Εντάξει, σεβαστά όλα αυτά, αλλά για μια στιγμή… Υποτίθεται πως ήμασταν ένα από τα μεγάλα φαβορί για το χρυσό μετάλλιο, σα ΜΜΕ και στα social media γίνονταν ένα σωρό πρόβες βάθρου και τελικά γίναμε στο ίδιο έργο θεατές: στο πρώτο σοβαρό τεστ η Εθνική δεν τα κατάφερε. Δεν γράφω «απέτυχε» γιατί στον αθλητισμό πιστεύω ότι δεν υπάρχει αποτυχία. Υπάρχει προσπάθεια και ειδικά σε ένα κατεξοχήν ομαδικό άθλημα ψυχολογίας όπως το μπάσκετ, η διαδρομή από τον παράδεισο στην κόλαση και αντιστρόφως μπορεί να αποδειχθεί… ένα time out δρόμος. Και οι παίκτες μας προσπάθησαν, πάλεψαν όπως και όλο το προπονητικό τιμ. Κανείς δεν μπορεί να τους καταλογίσει το αντίθετο!

Για πολλούς, με πρώτο και καλύτερο τον Βαγγέλη Λιόλιο, η κατάκτηση ενός μεταλλίου ήταν μονόδρομος στο φετινό Ευρωμπάσκετ. Με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο να φωτίζει με την αύρα του σταρ που εκπέμπει ολόκληρη τη διοργάνωση, με ένα ρόστερ που κάποιοι βάπτισαν «το καλύτερο όλων των εποχών» (εδώ σηκώνει πολύ μεγάλη κουβεντα), με προπονητή τον Ιτούδη και τη στήριξη του κόσμου δεδομένη, η Εθνική φαινόταν «καταδικασμένη» να βρεθεί στην πρώτη τριάδα, που θα έλεγε και ο… Γιώτης Τσαλουχίδης!

Πώς όμως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, όταν τα δύο μεγαλύτερα ονόματά της, ο Γιάννης και ο Καλάθης υστερούν στο μακρινό σουτ; Πώς να κάνουμε την υπέρβαση περιμένοντας από τον (καθόλα συγκλονιστικό) Γιαννούλη Λαρεντζάκη να βγάλει το φίδι από την τρύπα, όταν ο ίδιος είναι περισσότερο παγκίτης παρά βασικός στον Ολυμπιακό;

Κάποιοι θα με πουν «μετά Χριστόν προφήτη», ωστόσο για τους γνωρίζοντες ή ένστασή μου από την πρώτη στιγμή ήταν ότι έλλειψη καθαρόαιμων σουτέρ θα στοίχιζε στην ελληνική ομάδα στα κρίσιμα ματς. Το προφανές (και το είδαμε να συμβαίνει πολλάκις) ήταν πως θα πέφτανε όλοι με τα μούτρα να σταματήσουν τον Γιάννη, που έτσι κι αλλιώς θα έγραφε ταρίφα 25-30 πόντους σε κάθε ματς. Υποχρεωτικά τότε, ο Greek Freak θα πάσαρε σε ελεύθερο παίκτη στην περιφέρεια. Θα έμπαιναν τα σουτ από τους υπόλοιπους; Έχεις Ντόρσεϊ (που έκανε το χειρότερό του παιχνίδι με τη Γερμανία), Σλούκα, Παπανικολάου, Παπαπέτρου, Λαρεντζάκη και Αγραβάνη κυρίως για σουτ απ’ έξω. Σίγουρα όχι τον Θανάση που σούταρε χωρίς λογική ή ακόμα και Γιάννη, που τον άφηναν ελεύθερο στο μακρινό σου και -στενοχωριέμαι που το λέω- θύμιζε εποχές Ιωαννίδη στην ΑΕΚ που κόντρα στον Ολυμπιακό άφηνε τον Μπακατσιά ελεύθερο να σουτάρει τρίποντα για ευνόητους λόγους.

Ειδικά αυτό το πράγμα που έγινε στο γ’ δεκάλεπτο με τη Γερμανία ήταν η απόδειξη ότι υστερούμε στο περιφερειακό σουτ και ειδικά σε τέτοια παιχνίδια που η μπάλα «καίει» δεν υπάρχει ο παίκτης που θα «καθαρίσει». Χάσαμε συνεχόμενα μακρινά σουτ που ήταν ελεύθερα. Κι αυτό «απαγορεύεται» σε τέτοιο επίπεδο. Άλλωστε, στο σύγχρονο μπάσκετ η επίθεση έχει τον πρώτο λόγο. «Θα φάω 100, θα βάλω 101 για να κερδίσω». Και -κακά τα ψέμματα- η ελληνική σχολή μπάσκετ (αν δεχθούμε ότι υπάρχει) δε διακρίνεται, ούτε για το σουτ, ούτε για το ριμπάουντ.

Εν κατακλείδι, ο νέος πρόεδρος της ΕΟΚ έχει κάθε λόγο να «χαλιέται» αφού μια επιτυχία της «επίσημης αγαπημένης» θα ήταν η καλύτερη απάντηση στους επικριτές του. Σιγά μη θυμόταν κανείς την μέτρια έως κακή πορεία των μικρότερων εθνικών ομάδων ή τις ριζικές αλλαγές που συντελούνται στα εθνικά πρωταθλήματα. Αυτή η νοοτροπία που έχει περάσει εδώ και καιρό για την Εθνική ότι πλέον μπορεί να φτάσει πολύ ψηλά είναι μια «ρωσική ρουλέτα» για τον Βαγγέλη Λιόλιο. Πιο… ρωσική και από αυτή του Ιτούδη, που άφησε (αναγκαστικά λόγω πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας) τη Μόσχα για την Κωνσταντινούπολη και πήρε πιο εύκολα την απόφαση να αναλάβει την Εθνική.

Σκεφτείτε τι θα λέγαμε αυτή τη στιγμή αν η «γαλανόλευκη» σήκωνε την κούπα στο Ευρωμπάσκετ. Πόσο θα ανέβαζαν τις «μετοχές» τους Λιόλιος και Ιτούδης αν επιστρέφαμε στο βάθρο 13 ολόκληρα χρόνια μετά το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 2009. Τα ονόματα του Βασιλακόπουλου και του Γιαννάκη (ακόμα πολλοί τον αναπολούν) αντίστοιχα θα εξαφανίζονταν. Τώρα όμως, υπάρχει γκρίνια και η κατάκτηση ενός μεταλλίου σε μια τουλάχιστον από τις επόμενες μεγάλες διοργανώσεις (Παγκόσμιο και Ολυμπιακοί Αγώνες) μοιάζει με μονόδρομο. Κι εκεί ακριβώς είναι η παγίδα. Πώς θα διεκδικήσουμε μετάλλιο όταν με το υπάρχον ρόστερ -και με ελάχιστες εξαιρέσεις- όποτε η μπάλα φεύγει πίσω από τη γραμμή του τρίποντου αναφωνούμε «Παναγία μου, ας μπει;». Μακάρι το μετάλλιο που τόσο πολύ άπαντες ποθούν να έρθει γρήγορα. Και, όπως είπε και ο σπουδαίος Βασίλης Γκούμας ,«Όχι μικρότητες και κριτικές, κάποτε χάσαμε με Γκάλη από την Αγγλία»! Ρωσική ρουλέτα είναι! Η μπίλια ίσως κάτσει καλύτερα στο μέλλον!