Είναι ο μοναδικός εν ζωή παίκτης της Εθνικής μας Ανδρών, η οποία το μακρινό 1949 κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ της… Αιγύπτου! Βαδίζοντας αισίως στα 98 του (!) χρόνια, ο Νίκος Σκυλακάκης με εντυπωσιακή διαύγεια πνεύματος και αστείρευτη όρεξη για ζωή, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του στο Basketworld.net και μας αφηγήθηκε μοναδικές στιγμές από μια πορεία αξιοζήλευτη σε όλα τα επίπεδα.

Γεννημένος στις 22/6/1923, στην οδό Κυκλάδων στην Κυψέλη, ο συμπαθέστατος σήμερα υπερήλικας Νίκος Σκυλακάκης, αποτελεί αναμφίβολα παράδειγμα προς μίμηση για τους νεότερους. Οι λέξεις «αλκοόλ» και «τσιγάρο» είναι για ’κείνον άγνωστες, αλλά -διάβολε- το DNA του είναι τόσο δυνατό, που τον έσωσε από μια σοβαρή περιπέτεια υγείας πριν από έναν περίπου χρόνο. Ο άλλοτε πλέι μέικερ (1,76μ.) του Πανελληνίου και του Τρίτωνα δε χάνει στιγμή το χιούμορ του: «Είμαι μικρός ακόμα για να σερφάρω στο ίντερνετ» λέει όταν του δείχνω μια φωτογραφία από την Εθνική του 1949 και αναγνωρίζει όλους τους παίκτες έναν-έναν.

Μπάσκετ έπαιξε για πρώτη φορά το 1939 στον Πανελλήνιο. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον ανάγκασε να αφήσει (προσωρινά) τον αθλητισμό, αλλά και τις σπουδές του στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο, όπου πέρασε πρωτοετής το 1940. Ο θάνατος του πατέρα του στα Δεκεβριανά όταν ο ίδιος ήταν μόλις 21 ετών αποτέλεσε ένα ηχηρό «χαστούκι».

«Ξαφνικά βρέθηκα με δύο οικογένειες. Τη δική μου (σ.σ. είχε παντρευτεί το 1943) και του πατέρα μου και οι υποχρεώσεις αυξήθηκαν. Ήταν δύσκολες εποχές και αναγκάστηκα να γίνω αγρότης στην Ηλεία απ’ όπου κατάγομαι για να τα βγάλω πέρα» θυμάται για μια περίοδο όπου το μπάσκετ τον κρατούσε σε εγρήγορση. «Περίπου το 1942 ξεκινήσαμε ένα εσωτερικό πρωτάθλημα, όχι υπό την αιγίδα του ΣΕΓΑΣ, με όλους τους αγώνες να διεξάγονται στο γήπεδο του Σπόρτινγκ. Σε αυτό συμμετείχαν ο Τρίτωνας, ο Πανελλήνιος, η Νήαρ Ηστ, ο Σπόρτινγκ, ο Πανιώνιος, ο Πειραϊκός και ο Ολυμπιακός. Οι συνθήκες ήταν… αχαρακτήριστες. Σκεφτείτε όταν έλιωναν τα παπούτσια μας, βάζαμε χαρτόνι για να τα μπαλώσουμε! Λεφτά όχι μόνο δεν παίρναμε, αλλά δίναμε, ήμασταν όλοι φίλοι μέσα στο γήπεδο.

Παράλληλα, ο Νίκος Σκυλακάκης, ο οποίος σήμερα έχει 3 παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, παρακολούθησε το πρώτο έτος σπουδών του στο Πολυτεχνείο το 1943 όπου επέστρεψε το 1957 για να ολοκληρώσει τη σχολή το 1961 και να πάρει το δίπλωμά του, εξασκώντας μάλιστα με επιτυχία το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού. Το μπάσκετ ωστόσο ήταν πάντα το στοιχείο που τον ζωντάνευε…

«Ο Αιγυπτιώτης Πόλυς Πολυτιμήδης, είχε έρθει στην Ελλάδα για να πολεμήσει ως εθελοντής στο μέτωπο της Αλβανίας. Μπασκετικά ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του, αυτός μαζί με τον Μάικ Στεργιάδη και τον Γιάννης Χατζηθεοδώρου (σ.σ. ο «teacher» όπως τον αποκαλούσαν της Νήαρ Ηστ) ήταν η «Αγία Τριάδα» του ελληνικού μπάσκετ εκείνη την εποχή. Εγώ πήγαινα σε ιδιωτικό σχολείο, στη Σχολή «Μακρή» συγκεκριμένα και ο τότε διευθυντής, ο Κωνστανίνος Τρυπάνης, ήθελε να εισάγει το μπάσκετ στη Σχολή, καθότι προερχόταν από την Αμερική. Η πρώτη μπασκέτα που είχαμε τότε ήταν μια καρέκλα ανάποδα στην αυλή! Είχαν παρακαλέσει τον Πανελλήνιο να παραχωρεί δύο φορές την εβδομάδα το γήπεδό του κι εκεί με είδες ο προπονητής της ομάδας, Περικλής Κωνταντινίδης, αλλά και ο Νίκος, οι οποίοι με παρακίνησαν να ασχοληθώ με το μπάσκετ. Από την πρώτη στιγμή μου αρεσε και σε ηλικία 16 ετών πρωτοέπαιξα μπάσκετ και μου έγινε τρόπος ζωής. Όταν λοιπόν ο Πόλυς Πολυτιμίδης ίδρυσε τον Τρίτωνα από μια ομάδα του Πανελληνίου και μια προσκοπική ομάδα (σ.σ. «Πελαργοί»), η παρέα αυτή που δημιουργήθηκε μου άρεσε πολύ κι έτσι κατέληξα στον Τρίτωνα, στον οποίον ήμουν και αρχηγός -ως παλαιότερος- μέχρι το 1955. Γυμναζόμουν πάντα σε μεγάλο βαθμό και διακρινόμουν για την αντοχή μου, δεν έχω καπνίσει, ούτε έχω πιει ποτέ!» αφηγείται ο Νίκος Σκυλακάκης.

Πώς ήταν άραγε το μπάσκετ τη δεκαετία του ’40 στην Ελλάδα; «Δεν υπήρχε καμία σχέση φυσικά με σήμερα. Τα γήπεδα ήταν χωμάτινα και τα πρώτα καλάθια ήταν ξύλινα. Μετά βελτιώθηκαν τα πράγματα. Στον Τρίτωνα μας βοήθησε πολύ ο Λαναράς (σ.σ. μεγαλοβιομήχανος από τη Θεσσαλονίκη, του οποίου και τα τρία παιδιά έπαιζαν στον Τρίτωνα και αξίζει να σημειωθεί ότι ο Περικλής Λαναράς διετέλεσε αργότερα πρόεδρος του ποδοσφαιρικού Ολυμπιακού). Χάρη στις δικές του ενέργειες μπήκε ηλεκτροφωτισμός στο γήπεδο, τοποθετήθηκαν καινούριες μπασκέτες και γενικά εκσυγχρονίστηκαν οι εγκαταστάσεις» εξηγεί ο ζωντανός θρύλος του ελληνικού μπάσκετ, ενώ μας αποκαλύπτει και μια ενδιαφέρουσα ιστορία για την Εθνική ομάδα με… πολιτικές προεκτάσεις:

«Στην Εθνική με κάλεσαν πρώτη φορά το 1944. Δύο χρόνια αργότερα μας έφεραν στολές και παπούτσια καλά για να αγωνιστούμε στο Ευρωμπάσκετ της Ελβετίας (σ.σ. ήταν το 4ο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στα χρονικά και διεξήχθη 30/4-4/5 1946 με πρωταθλήτρια την Τσεχοσλοβακία). Όταν όμως φτάσαμε στο αεροδρόμιο στο Ελληνικό, εκεί μας ανακοίνωσαν ότι η πτήση δε θα γίνει επειδή μέσα στην ομάδα υπήρχαν ΕΛΑΣίτες (σ.σ. τα αδέρφια Ανδρεάδη του Ολυμπιακού και ο προπονητής, Νίκος Καραβιάς). Πήραν πίσω μέχρι και τα παπούτσια και τις στολές… Εμείς εκείνα τα χρόνια, για να προωθηθεί το μπάσκετ στην Ελλάδα διοργανώναμε αγώνες με Αμερικανούς από τα καράβια που έφταναν στην Ελευσίνα. Ήμασταν τόσο καλοί ώστε οι ίδιοι οι Αμερικανοί μας έλεγαν ότι «το μπάσκετ το έφτιαξαν στην Αμερική, αλλά ταιριάζει περισσότερο στους Έλληνες».

Το Ευρωμπάσκετ του 1949 (15-22/5) έχει καταγραφεί στην ιστορία ως η πρώτη διοργάνωση στην οποία η Ελλάδα κατέκτησε μετάλλιο σε εθνικό επίπεδο και μάλιστα στην πρώτη της συμμετοχή στη διοργάνωση. Ο Νίκος Σκυλακάκης φέρνει στη μνήμη του στιγμές από εκείνη την διοργάνωση όπου ο «πατριάρχης» Φαίδωνας Ματθαίου αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ με μ.ό. 10,8 πόντους:

«Το 1949, Γαλλία, Αίγυπτος και Ελλάδα ήταν οι καλύτερες ομάδες. Οι αγώνες έγιναν στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου σε ανοιχτό προκάτ γήπεδο με ξύλινο δάπεδο και είχε συμφωνηθεί οι 3 πρώτες ομάδες να κάνουν ένα δεύτερο τουρνουά στο Κάιρο. Θυμάμαι ότι το ματς με την Αίγυπτο ήταν πολύ σκληρό (σ.σ. η ελληνική ομάδα ηττήθηκε με 50-39) και ο κορυφαίος σε εκείνο το ματς, ο Νίκος Νομικός (γιατρός στο επάγγελμα και παίκτης του Πανελληνίου), δέχθηκε γροθιά με αποτέλεσμα να βγει αναγκαστικά. Η ζέστη ήταν απερίγραπτη! Στην Αίγυπτο ταξιδέψαμε με αεροπλάνο και με τον ίδιο τρόπο επιστρέψαμε στην Ελλάδα όπου τύχαμε εκπληκτικής υποδοχής. Η ομάδα του 1949 είχε κάνει με προπονητή τον Γιώργο Καρατζόπουλο εντυπωσιακή και πρωτοποριακή για την εποχή προπόνηση. Εφάρμοζε μαν του μαν και ζώνη και κάναμε 6 μήνες προπόνηση, έξι φορές την εβδομάδα από 3 ώρες».

Η Αίγυπτος έμελλε να γίνει το μέρος όπου ο Νίκος Σκυλακάκης θα έβρισκε την αφορμή για να ισχυροποιήσει τον αγαπημένο του Τρίτωνα: «Το 1955 ο Τρίτωνας κατέβηκε στην Αίγυπτο για να λάβει μέρος σε τουρνουά. Εισηγήθηκα τότε στην ομάδα να πάρουμε δύο παίκτες και πράγματι αποκτήσαμε τον Φαίδωνα Ματθαίου από τον Παναθηναϊκό και τον Ντίνο Παπαδήμα (σ.σ. μέλος της περίφημης πεντάδας του Πανελληνίου μαζί με Χολέβα, Στεφανίδη, Ρουμπάνη και Μανιά). Με αυτούς του δύο κερδίσαμε όλα τα παιχνίδια στο τουρνουά!».

Ο Νίκος Σκυλακάκης, δεύτερος από αριστερά στην κάτω σειρά, με τη φανέλα του Τρίτωνα

 

Ο Νίκος Σκυλακάκης υπήρξε επίσης και πιονέρος στο γυναικείο μπάσκετ: «Το 1945 έφτιαξα τη γυναικεία ομάδα του Τρίτωνα. Τότε μόνο ο Σπόρτινγκ και ο Ολυμπιακός είχαν γυναικεία τμήματα. Ενδεικτικό της καλής δουλειάς που γινόταν στον Τρίτωνα είναι το γεγονός ότι από τη δωδεκάδα της Εθνικής Γυναικών το 1955, οι πέντε ήταν από την ομάδα μας (σ.σ. Αργυρώ Βαρελοπούλου, Λιάνα Γρήγουρα, Όλγα Ηρωίδου, Ευδοκία Κορρέ και Ματίνα Χριστακοπούλου).

Όταν του ζητάω να μου πει την, κατά τη γνώμη του, κορυφαία ελληνική πεντάδα όλων των εποχών, δεν το σκέφτεται και πολύ αναφορικά με τους τρεις πρώτους: «Πάνω απ’ όλους βάζω τον Διαμαντίδη γιατί ήταν παίκτης-ορχήστρα στο γήπεδο. Μετά τον Γκάλη γιατί στην επίθεση ήταν ασταμάτητος και σούπερ επαγγελματίας και τον Σπανούλη, που είναι φαινόμενο σαν παίκτης. Από ’κει και πέρα, Φασούλας και Αμερικάνος είναι, πιστεύω, εκείνοι που συμπληρώνουν την κορυφαία πεντάδα στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ».

«Το μπάσκετ είναι χωρίς υπερβολή ο λόγος που έχω κρατηθεί στη ζωή μέχρι αυτή τη μεγάλη ηλικία»

Η συνάντηση με τους Αντετοκούνμπο

«Μια μέρα είδα τυχαία τη μητέρα με τον Γιάννη και τον Θανάση. Τα παιδιά κοιτούσαν το ανοιχτό γήπεδο στα Σεπόλια, αλλά δεν είχαν τα 10 ευρώ που ήταν η συνδρομή. Εγώ ο ίδιος κανόνισα να πάνε στις ακαδημίες του Τρίτωνα και από τα 100 παιδιά που υπήρχαν τότε ο Γιάννης ξεχώριζε σαν τη μύγα μες το γάλα! Πήραν το πρωτάθλημα στην κατηγορία του, αλλά οι άνθρωποι του Τρίτωνα δεν κατάφεραν να τον κρατήσουν και πήγε στον Φιλαθλητικό. Φαινόταν ότι θα πάει μπροστά, ήταν υπόδειγμα συμπεριφοράς και τόσο ο Γιάννης όσο και όλα τα μέλη της οικογένειάς του εκτιμούσαν οτιδήποτε τους προσέφεραν. Δε θα ξεχάσω ότι ένας μαγαζάτορας στα Σεπόλια έδινε από ένα σουβλάκι στον Γιάννη και τον Θανάση κι εκείνοι αναγνώρισαν με το παραπάνω αυτή τη στάση».

Σχετικά άρθρα