Ο Τόμας Ουόκαπ στις δηλώσεις ενόψει της αυριανής (23/2, 21:00) αναμέτρησης της Εθνικής μας με την Τσεχία για τα προκριματικά του Ευρωμπάσκετ 2025 ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως ότιευγνωμοσύνη που βρίσκεται στην Γαλανόλευκη και τόνισε πως όταν ακούει τον εθνικό ύμνο σημαίνει πάρα πολλά για αυτόν.

Αναλυτικά όσα είπε:

Για την ομιλία του Σπανούλη: «Αυτό που θα ήθελα να πω είναι ότι νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη που βρίσκομαι εδώ. Αυτά που είπε, για την τιμή που έχεις να φορέσεις αυτή τη φανέλα και όλα τα υπόλοιπα, με έβαλε σε πολύ συναισθηματική κατάσταση. Φυσικά η δική μου περίπτωση είναι διαφορετική από τα υπόλοιπα παιδιά. Εμένα μου δίνονται ευκαιρίες να ζήσω εμπειρίες που πολλά παιδιά δε θα ζήσουν ποτέ. Και για αυτό είμαι πάρα πολύ ευγνώμων. Από την πρώτη στιγμή που κλήθηκα στην Εθνική ομάδα. Οι κουβέντες του κόουτς ήταν συναισθηματικές για εμένα. Όταν ακούω τον Ύμνο σημαίνει πάρα πολλά για εμένα γιατί βιώνω σπουδαία πράγματα, όπως το δέσιμο με τα υπόλοιπα παιδιά που σε διαφορετική περίπτωση δε θα είχα δυνατότητα να χτίσω. Είναι μία ευκαιρία για εμένα να γίνω κομμάτι μίας κατάστασης που είναι πραγματικά σπέσιαλ».

Για το διάλειμμα των Εθνικών ομάδων και το γεγονός ότι οι παίκτες της EuroLeague θα παίξουν στα «παράθυρα»:
«Αυτό το διάλειμμα είναι καλό. Για πολλά παιδιά που δεν παίζουν στις Εθνικές Ομάδες είναι ευκαιρία να πάρουν μία ανάσα, αλλά την ίδια στιγμή προσωπικά αισθάνομαι υπέροχα που βρίσκομαι εδώ. Δε θα ήθελα να είμαι στην άλλη πλευρά των παικτών που απλά ξεκουράζονται. Είναι μία υπέροχη αλλαγή στη ρουτίνα που έχουμε καθημερινά με τις ομάδες μας. Είναι ένα εντελώς διαφορετικό συναίσθημα. Παίζεις για κάτι διαφορετικό. Είναι σπουδαίο που όλοι βρίσκονται στην ίδια σελίδα (FIBA και Ευρωλίγκα) και παρότι ξέρω ότι είναι δύσκολο θα ήθελα να συνέβαινε ακόμα πιο συχνά. Θα ήταν όμορφο να έχουμε και δύο διακοπές στη διάρκεια της σεζόν, προκειμένου και η FIBA να πετύχει τους στόχους της, από τη στιγμή που θα υπάρχει υψηλή ποιότητα. Ταυτόχρονα θα είχαμε και κάποια breaks μέσα σε μία σεζόν που διαρκεί 10 μήνες για κάποια παιδιά που θα επιστρέψουν μετά στο 200%».

Για τη διαδικασία των «παραθύρων»: «Δε νομίζω ότι έχει σημασία η δική μου γνώμη για τα Παράθυρα για να είμαι ειλικρινής. Είμαι πάντα χαρούμενος και αν μου έλεγαν ότι με χρειάζονται για να κάνω προπόνηση σε κάποιο ρεπό, θα έλεγα: “Βέβαια, θα έρθω”. Αγαπώ να παίζω μπάσκετ. Όταν τελειώσω την καριέρα μου και κοιτάξω πίσω δε θα ήθελα να περάσει από το μυαλό μου ότι… “Αδελφέ μου, έπαιξες στο ένα παράθυρο, δεν έπαιξες στο άλλο, θα μπορούσες να έχεις παίξει σε περισσότερα ματς στην καριέρα σου”. Το μπάσκετ είναι μία τόσο υπέροχη εμπειρία, που είναι κρίμα να περιορίζεις τον εαυτό σου και να μειώνεις τον αριθμό των αγώνων που θα παίξεις στη ζωή σου. Είναι τραγωδία αυτό. Και βέβαια, είναι καλή η ξεκούραση, να επαναφέρεις το κορμί σου σε καλή κατάσταση κλπ κλπ, αλλά η ευκαιρία να παίξεις μπάσκετ, είναι μία ευκαιρία να παίξεις μπάσκετ. Κι αυτό κανείς από εμάς δεν πρέπει να το θεωρεί δεδομένο».

Για το δέσιμο με του κόσμου με την Εθνική ομάδα:
«Η αλήθεια είναι ότι ξεκάθαρα αυτοί οι αγώνες δίνουν την ευκαιρία στους παίκτες και την Εθνική ομάδα να δημιουργήσει δεσμούς με τον κόσμο. Αν το καλοσκεφτείς, στον Ολυμπιακό παίζεις για κάποια εκατομμύρια κόσμου από τα 10 που έχει αυτή η χώρα. Όταν όμως παίζεις με την Εθνική ομάδα, παίζεις για κόσμο που δεν είναι οπαδοί και ίσως να μην τρελαίνονται καν για το μπάσκετ. Δεν είναι οπαδοί, είναι απλοί άνθρωποι! Παίζεις για τους πάντες. Εκπροσωπείς ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Και για αυτό υπάρχει μεγάλη υπερηφάνεια όταν παίζεις για την Εθνική ομάδα. Εκπροσωπείς κάτι πάρα πολύ μεγαλύτερο».

Για το αν έχεις προλάβει να νιώσει ότι υπάρχουν ανεκπλήρωτοι στόχοι:
«Ναι, υπάρχει. Ένα μετάλλιο. Αυτό συζητούσαμε και το προηγούμενο καλοκαίρι. Και φέτος, οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι η πιο σπουδαία αθλητική σκηνή που μπορούμε να βρεθούμε. Κι όταν σκέφτομαι αυτό, το μυαλό μου πάει στους φίλους και την οικογένεια μου που ήταν έμαθαν ότι παίρνω το ελληνικό διαβατήριο, το πρώτο, μα το πρώτο πράγμα που με ρώτησαν ήταν: “Δηλαδή μπορείς να παίξεις στους Ολυμπιακούς Αγώνες;”. Και φυσικά απάντησα: “Ναι, αυτό είναι. Είναι αυτό ακριβώς”. Δεν ένιωσαν καθόλου ενοχλημένοι όταν τους ενημέρωσα ότι θα πάρω το ελληνικό διαβατήριο. Κι αυτό συνέβη γιατί γνώριζαν πόσο πολύ μου αρέσει που βρίσκομαι εδώ. Ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά αν τους έλεγα ότι θα πάρω κάποιο οποιοδήποτε, τυχαίο διαβατήριο. Τότε μάλλον θα με ρωτούσαν… “Οκ, γιατί όμως;”. Στην περίπτωση της Ελλάδας όλοι κατάλαβαν. Ξέρουν ότι αγαπώ που είμαι εδώ, ξέρουν ότι θα γυρίσω σε αυτή τη χώρα για να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου. Οπότε έβγαζε βήμα για όλους η απόφαση μου».